μασχαλίζω: Difference between revisions
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> μασχαλίσω;<br />mutiler, <i>propr.</i> placer sous les aisselles d'un cadavre les tronçons de ses bras <i>ou</i> de ses jambes.<br />'''Étymologie:''' [[μασχάλη]]. | |btext=<i>f.</i> μασχαλίσω;<br />mutiler, <i>propr.</i> placer sous les aisselles d'un cadavre les tronçons de ses bras <i>ou</i> de ses jambes.<br />'''Étymologie:''' [[μασχάλη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μασχᾰλίζω:''' [[привязывать к подмышкам убитого врага отрубленные у него руки и ноги]] (что считалось способом спастись от мести со стороны души убитого), т. е. изувечивать Aesch., Soph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μασχᾰλίζω:''' ([[μασχάλη]]), μέλ. <i>-σω</i>, [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[κάτω]] από τη [[μασχάλη]]· [[ακρωτηριάζω]] ένα [[πτώμα]], [[αφού]] οι δολοφόνοι είχαν την [[προκατάληψη]] ότι με το να κόβουν τις παλάμες και τα πέλματα από τα πτώματα, και να τα τοποθετούν [[κάτω]] από τις μασχάλες τους θα απέτρεπαν την [[εκδίκηση]], σε Αισχύλ., Σοφ. | |lsmtext='''μασχᾰλίζω:''' ([[μασχάλη]]), μέλ. <i>-σω</i>, [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[κάτω]] από τη [[μασχάλη]]· [[ακρωτηριάζω]] ένα [[πτώμα]], [[αφού]] οι δολοφόνοι είχαν την [[προκατάληψη]] ότι με το να κόβουν τις παλάμες και τα πέλματα από τα πτώματα, και να τα τοποθετούν [[κάτω]] από τις μασχάλες τους θα απέτρεπαν την [[εκδίκηση]], σε Αισχύλ., Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μασχᾰλίζω, fut. -σω [[μασχάλη]]<br />to put under the arm-pits: [[hence]], to [[mutilate]] a [[corpse]], [[since]] murderers had a [[fancy]], that by [[cutting]] off the extremities and placing them under the arm-pits, they would [[avert]] [[vengeance]], Aesch., Soph. | |mdlsjtxt=μασχᾰλίζω, fut. -σω [[μασχάλη]]<br />to put under the arm-pits: [[hence]], to [[mutilate]] a [[corpse]], [[since]] murderers had a [[fancy]], that by [[cutting]] off the extremities and placing them under the arm-pits, they would [[avert]] [[vengeance]], Aesch., Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 3 October 2022
English (LSJ)
put under the arm-pits: hence, mutilate a corpse, since murderers believed that by cutting off the extremities (nose, ears, etc.), stringing them together, and passing the string round the neck and under the arm-pits of the victim they would avert vengeance, A.Ch.439 (lyr., Pass.), S.El.445 (Pass.), cf. Ar.Byz. ap. Phot., Suid. s.v. μασχαλίσματα, EM118.29, *574.202, etc.
French (Bailly abrégé)
f. μασχαλίσω;
mutiler, propr. placer sous les aisselles d'un cadavre les tronçons de ses bras ou de ses jambes.
Étymologie: μασχάλη.
Russian (Dvoretsky)
μασχᾰλίζω: привязывать к подмышкам убитого врага отрубленные у него руки и ноги (что считалось способом спастись от мести со стороны души убитого), т. е. изувечивать Aesch., Soph.
Greek (Liddell-Scott)
μασχᾰλίζω: (μασχάλη) θέτω ὑπὸ τὰς μασχάλας· ἐντεῦθεν, ἀκρωτηριάζω πτῶμα, ἐπειδὴ οἱ δολοφόνοι ἐνόμιζον ὅτι ἐὰν ἀποκόψαντες τὰ ἄκρα τοῦ θύματός των ἐτοποθέτουν αὐτὰ ὑπὸ τὰς μασχάλας ἤθελον ἀποφύγει τὴν ἐκδίκησιν, Αἰσχύλ. Χο. 439, Σοφ. Ἠλ. 445, Ἀπολ. Ροδ. Δ. 447· καὶ ἴδε ἀκρωτηριάζω. ― Παρ’ Ἡσυχ. καὶ μασχαλίττω (ἀντίγραφ. -ήττω).
Greek Monolingual
(Α μασχαλίζω) μασχάλη
νεοελλ.
φρ. «μασχαλίζω την άγκυρα»
ναυτ. κρεμώ την άγκυρα από τον μασχαλιστήρα
αρχ.
1. βάζω κάτι κάτω από τη μασχάλη
2. ακρωτηριάζω πτώμα, επειδή υπήρχε η πεποίθηση στους δολοφόνους ότι κόβοντας τα άκρα του θύματός τους και τοποθετώντας τα κάτω από τις μασχάλες του ή κρεμώντας τα στον τράχηλο του νεκρού ή τον δικό τους θα απέφευγαν την εκδίκηση.
Greek Monotonic
μασχᾰλίζω: (μασχάλη), μέλ. -σω, τοποθετώ κάτι κάτω από τη μασχάλη· ακρωτηριάζω ένα πτώμα, αφού οι δολοφόνοι είχαν την προκατάληψη ότι με το να κόβουν τις παλάμες και τα πέλματα από τα πτώματα, και να τα τοποθετούν κάτω από τις μασχάλες τους θα απέτρεπαν την εκδίκηση, σε Αισχύλ., Σοφ.
Middle Liddell
μασχᾰλίζω, fut. -σω μασχάλη
to put under the arm-pits: hence, to mutilate a corpse, since murderers had a fancy, that by cutting off the extremities and placing them under the arm-pits, they would avert vengeance, Aesch., Soph.