Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταπρίω: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=scier, couper.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πρίω]].
|btext=scier, couper.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πρίω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταπρίω''': , καταπριονίζω, [[σχίζω]] διὰ πρίονος, καταπρίσαντες κορμοὺς ξύλων Ἡρόδ. 7. 36. 2) [[κατακόπτω]] ἢ κατασπαράττω διὰ τῶν ὀδόντων εἰς τεμάχια, κ. τὸ [[κύμινον]] Θεόκρ. 10. 55, πρβλ., κ. γλῶσσαν κυνόδοντι Νικ. Ἀλεξιφ. 283∙- [[ὡσαύτως]] -[[πρίζω]], διὰ τῆς θλίψεως ἁλίσκεσθαι καὶ καταπρίζεσθαι Ἀμφίλοχ.
|elnltext=κατα-πρίω zagen, doorsnijden:. καταπρίων τὸ κύμινον de komijn doorsnijdend Theocr. 10.55.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπρίω:''' ()<br /><b class="num">1)</b> [[распиливать]] (κορμοὺς ξόλων Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[разрезать]] или [[раскусывать]] (τὸ [[κύμινον]] Theocr.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καταπρίω:''' [ῑ], μέλ. <i>-πριοῦμαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[πριονίζω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κόβω]] ή [[κατασπαράττω]], [[ξεσχίζω]] σε κομμάτια, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''καταπρίω:''' [ῑ], μέλ. <i>-πριοῦμαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[πριονίζω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κόβω]] ή [[κατασπαράττω]], [[ξεσχίζω]] σε κομμάτια, σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταπρίω:''' ()<br /><b class="num">1)</b> [[распиливать]] (κορμοὺς ξόλων Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[разрезать]] или [[раскусывать]] (τὸ [[κύμινον]] Theocr.).
|lstext='''καταπρίω''': , καταπριονίζω, [[σχίζω]] διὰ πρίονος, καταπρίσαντες κορμοὺς ξύλων Ἡρόδ. 7. 36. 2) [[κατακόπτω]] ἢ κατασπαράττω διὰ τῶν ὀδόντων εἰς τεμάχια, κ. τὸ [[κύμινον]] Θεόκρ. 10. 55, πρβλ., κ. γλῶσσαν κυνόδοντι Νικ. Ἀλεξιφ. 283∙- [[ὡσαύτως]] -[[πρίζω]], διὰ τῆς θλίψεως ἁλίσκεσθαι καὶ καταπρίζεσθαι Ἀμφίλοχ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-πρίω zagen, doorsnijden:. καταπρίων τὸ κύμινον de komijn doorsnijdend Theocr. 10.55.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -πριοῦμαι<br /><b class="num">1.</b> to saw up, Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to cut or [[bite]] [[into]] pieces, Theocr.
|mdlsjtxt=fut. -πριοῦμαι<br /><b class="num">1.</b> to saw up, Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to cut or [[bite]] [[into]] pieces, Theocr.
}}
}}

Revision as of 20:33, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπρίω Medium diacritics: καταπρίω Low diacritics: καταπρίω Capitals: ΚΑΤΑΠΡΙΩ
Transliteration A: katapríō Transliteration B: katapriō Transliteration C: kataprio Beta Code: katapri/w

English (LSJ)

[ῑ], A saw up, κορμοὺς ξύλων Hdt.7.36; saw asunder, LXXSu.59. 2 cut or bite into pieces, κύμινον Theoc.10.55; γλῶσσαν κυνόδοντι Nic. Al.283.

German (Pape)

[Seite 1372] (s. πρίω), zersägen; κορμούς Her. 7, 36; zerbeißen, theilen, κύμινον Theocr. 10, 55; γλῶσσαν κυνόδοντι Nic. Al. 283.

French (Bailly abrégé)

scier, couper.
Étymologie: κατά, πρίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πρίω zagen, doorsnijden:. καταπρίων τὸ κύμινον de komijn doorsnijdend Theocr. 10.55.

Russian (Dvoretsky)

καταπρίω: (ῑ)
1) распиливать (κορμοὺς ξόλων Her.);
2) разрезать или раскусывать (τὸ κύμινον Theocr.).

Greek Monolingual

καταπρίω (Α)
1. σχίζω με το πριόνι, καταπριονίζω
2. σχίζω εντελώς
3. τεμαχίζω, κομματιάζω με τα δόντια
4. παθ. καταπρίομαι
μτφ. κατατρώγομαι, βασανίζομαι από τη θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πρίω «πριονίζω»].

Greek Monotonic

καταπρίω: [ῑ], μέλ. -πριοῦμαι,
1. πριονίζω, σε Ηρόδ.
2. κόβω ή κατασπαράττω, ξεσχίζω σε κομμάτια, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

καταπρίω: ῑ, καταπριονίζω, σχίζω διὰ πρίονος, καταπρίσαντες κορμοὺς ξύλων Ἡρόδ. 7. 36. 2) κατακόπτω ἢ κατασπαράττω διὰ τῶν ὀδόντων εἰς τεμάχια, κ. τὸ κύμινον Θεόκρ. 10. 55, πρβλ., κ. γλῶσσαν κυνόδοντι Νικ. Ἀλεξιφ. 283∙- ὡσαύτως -πρίζω, διὰ τῆς θλίψεως ἁλίσκεσθαι καὶ καταπρίζεσθαι Ἀμφίλοχ.

Middle Liddell

fut. -πριοῦμαι
1. to saw up, Hdt.
2. to cut or bite into pieces, Theocr.