πανδοκεύς: Difference between revisions
τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=έως (ὁ) :<br />aubergiste.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[δέχομαι]]. | |btext=έως (ὁ) :<br />aubergiste.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[δέχομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πανδοκεύς -έως, ὁ, later ook πανδοχεύς [πάνδοκος] herbergier; overdr.. πάσης κακίας π. gastheer van alle ondeugd Plat. Resp. 580a. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πανδοκεύς:''' έως ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[содержатель постоялого двора]], [[хозяин гостиницы]] Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[вместилище]], [[приют]] (πάσης κακίας π. Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''πανδοκεύς:''' -έως, ὁ ([[πάνδοκος]]), αυτός που δέχεται όλους τους επισκέπτες, [[ξενοδόχος]], [[οικοδεσπότης]], σε Πλάτ. κ.λπ.· μεταφ., πάσης κακίας [[πανδοκεύς]], στον ίδ. | |lsmtext='''πανδοκεύς:''' -έως, ὁ ([[πάνδοκος]]), αυτός που δέχεται όλους τους επισκέπτες, [[ξενοδόχος]], [[οικοδεσπότης]], σε Πλάτ. κ.λπ.· μεταφ., πάσης κακίας [[πανδοκεύς]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πανδοκεύς''': έως, ὁ, ὁ πάντας τοὺς ἐρχομένους δεχόμενος, ξενοδόχος, Πλάτ, Νόμ. 918Β, Πλούτ. 2. 234Ε, κτλ.· μεταφορ., πάσης κακίας π. Πλάτ. Πολ. 580Α· [[Ἅιδης]] Λυσ. 655· - ἴδε [[πανδοκεῖον]] ἐν τέλει. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 21:05, 2 October 2022
English (LSJ)
έως, ὁ, one who receives all comers, innkeeper, Pl.Lg.918b, Plb.2.15.6, Arr.Epict.1.24.14, Plu.2.234e, etc.: metaph., πάσης κακίας π. Pl.R. 580a; π. Ἅιδης Lyc.655:—later πανδοχεύς, Ev.Luc.10.35; of the δεκάς, all-containing, Pythag. ap. Procl.in Ti.3.107 D.; also Pythag. name for unity, Theol.Ar.6.
German (Pape)
[Seite 458] ὁ, der Alle aufnimmt, Gastwirth; καὶ μισθωτός, Plat. Legg. XI, 918 b; Sp., wie Plut. – In allgemeiner Bdtg, der Alle aufnimmt, Ἅιδης, Lycophr. 655; vgl. Plat. Rep. IX, 580 a, πάσης κακίας πανδοκεῖ καὶ τροφεῖ.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
aubergiste.
Étymologie: πᾶν, δέχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανδοκεύς -έως, ὁ, later ook πανδοχεύς [πάνδοκος] herbergier; overdr.. πάσης κακίας π. gastheer van alle ondeugd Plat. Resp. 580a.
Russian (Dvoretsky)
πανδοκεύς: έως ὁ
1) содержатель постоялого двора, хозяин гостиницы Plat., Plut.;
2) вместилище, приют (πάσης κακίας π. Plat.).
English (Thayer)
(πανδοχεύς) πανδοχεως, ὁ (πᾶς and δέχομαι (hence, literally, 'one who receives all comers')), for the earlier and more elegant πανδοκεύς (so Tdf.; (cf. Winer's Grammar, 25 note)), an inn-keeper, host: Polybius 2,15, 6; Plutarch, de sanit. tuenda c. 14.)
Greek Monolingual
και πανδοχεύς, -έως, ὁ, Α
βλ. πανδοχέας.
Greek Monotonic
πανδοκεύς: -έως, ὁ (πάνδοκος), αυτός που δέχεται όλους τους επισκέπτες, ξενοδόχος, οικοδεσπότης, σε Πλάτ. κ.λπ.· μεταφ., πάσης κακίας πανδοκεύς, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
πανδοκεύς: έως, ὁ, ὁ πάντας τοὺς ἐρχομένους δεχόμενος, ξενοδόχος, Πλάτ, Νόμ. 918Β, Πλούτ. 2. 234Ε, κτλ.· μεταφορ., πάσης κακίας π. Πλάτ. Πολ. 580Α· Ἅιδης Λυσ. 655· - ἴδε πανδοκεῖον ἐν τέλει.
Middle Liddell
πανδοκεύς, έως, ὁ, πάνδοκος
one who receives all comers, an innkeeper, host, Plat., etc.: metaph., πάσης κακίας π. Plat.
Chinese
原文音譯:pandoceÚj 潘-多休士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:每一-領受(者)
字義溯源:客棧主人,主人,店主;源自(πανδοκεῖον / πανδοχεῖον)=全部容納);由(πᾶς)*=眾人,所有)與(δέχομαι)*=領受)組成
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 店主(1) 路10:35