παρακαθίημι: Difference between revisions
ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=laisser tomber, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καθίημι]]. | |btext=laisser tomber, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καθίημι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=παρα-καθίημι laten zakken (naast). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρακαθίημι:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> [[спускать]] (πηδάλια ζεύγλαισι Eur.); опускать (τὰς χεῖρας Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[ронять]] (τὸν [[δακτύλιον]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (sc. ἑαυτόν) опускаться (τοῖς σώμασι Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''παρακαθίημι:''' μέλ. <i>-καθήσω</i>, [[αφήνω]] δίπλα μου, [[βάζω]] [[παραδίπλα]]· στη Μέσ., <i>πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο</i>, ξένησε την [[παραίτηση]] του πηδαλίου δίπλα στη [[λαγουδέρα]], σε Ευρ. | |lsmtext='''παρακαθίημι:''' μέλ. <i>-καθήσω</i>, [[αφήνω]] δίπλα μου, [[βάζω]] [[παραδίπλα]]· στη Μέσ., <i>πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο</i>, ξένησε την [[παραίτηση]] του πηδαλίου δίπλα στη [[λαγουδέρα]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''παρακαθίημι''': μέλλ.· -καθήσω, [[καταβιβάζω]] [[προσέτι]] ἢ πλησίον, ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο Εὐρ. Ἑλ. 1536: [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ ναυτίλου, ἀντὶ πηδαλίου τῶν πλεκτανῶν παρακαθίησι, καταβιβάζει τινὰς τῶν πλοκάμων του …, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 30, πρβλ. Ἀθήν. 318Α· - [[καταβιβάζω]] πλησίον μου ἢ ἀφίνω τι νὰ πέσῃ [[κάτω]] πλησίον μου, τὰς χεῖρας Πλουτ. Νικ. 9· ὁ μὲν [[ἡσυχῇ]] παρακαθῆσε (τὸν [[δακτύλιον]]) ὁ αὐτ. 2. 63Ε. 2) ἀμεταβ. (ἐξυπακ. ἑαυτὸν), [[καταπίπτω]], παρακαθιέναι τοῖς σώμασι Πολύδ. 35. 1. 4. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -καθήσω<br />to let [[down]] [[beside]]: inMid., πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο caused the [[rudder]] to be let [[down]] [[beside]] the [[rudder]]-bars, Eur. | |mdlsjtxt=fut. -καθήσω<br />to let [[down]] [[beside]]: inMid., πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο caused the [[rudder]] to be let [[down]] [[beside]] the [[rudder]]-bars, Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:05, 2 October 2022
English (LSJ)
A let down beside, of the nautilus, ἀντὶ πηδαλίων τῶν πλεκτανῶν παρακαθίησι lets down some of its feelers... Arist.HA622b14; let drop or sink by the side, τὰς χεῖρας Plu.Nic.9; δακτύλιον Id.2.63e: abs., send out side-roots, Thphr.HP8.2.3:—Med., πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο E.Hel.1536. 2 intr. (sc. ἑαυτόν), sink down, π. τοῖς σώμασι διὰ τὸν κόπον Plb.35.1.4.
German (Pape)
[Seite 480] (s. ἵημι), nebenbei oder an der Seite herabschicken; πηδάλιά τε ζεύγλαισι παρα καθίετο, Eur. Hel. 1551; Arist. H. A. 9, 38; τὸν δακτύλιον παρακαθῆκε, fallen lassen, Plut. ad. et am. discr. 32; τὰς χεῖρας, Nic. 9; – intrans., παρακαθιέναι τοῖς σώμασι, nachlassen, Pol. 35, 1, 4.
French (Bailly abrégé)
laisser tomber, acc..
Étymologie: παρά, καθίημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-καθίημι laten zakken (naast).
Russian (Dvoretsky)
παρακαθίημι: тж. med.
1) спускать (πηδάλια ζεύγλαισι Eur.); опускать (τὰς χεῖρας Plut.);
2) ронять (τὸν δακτύλιον Plut.);
3) (sc. ἑαυτόν) опускаться (τοῖς σώμασι Polyb.).
Greek Monolingual
Α
1. κατεβάζω ή αφήνω κάτι να κρέμεται ή να πέσει κάτω και κοντά μου
2. καταπίπτω, πέφτω καταγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + καθίημι «αφήνω, ρίχνω, καταβιβάζω»].
Greek Monotonic
παρακαθίημι: μέλ. -καθήσω, αφήνω δίπλα μου, βάζω παραδίπλα· στη Μέσ., πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο, ξένησε την παραίτηση του πηδαλίου δίπλα στη λαγουδέρα, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
παρακαθίημι: μέλλ.· -καθήσω, καταβιβάζω προσέτι ἢ πλησίον, ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο Εὐρ. Ἑλ. 1536: οὕτως ἐπὶ τοῦ ναυτίλου, ἀντὶ πηδαλίου τῶν πλεκτανῶν παρακαθίησι, καταβιβάζει τινὰς τῶν πλοκάμων του …, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 30, πρβλ. Ἀθήν. 318Α· - καταβιβάζω πλησίον μου ἢ ἀφίνω τι νὰ πέσῃ κάτω πλησίον μου, τὰς χεῖρας Πλουτ. Νικ. 9· ὁ μὲν ἡσυχῇ παρακαθῆσε (τὸν δακτύλιον) ὁ αὐτ. 2. 63Ε. 2) ἀμεταβ. (ἐξυπακ. ἑαυτὸν), καταπίπτω, παρακαθιέναι τοῖς σώμασι Πολύδ. 35. 1. 4.
Middle Liddell
fut. -καθήσω
to let down beside: inMid., πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο caused the rudder to be let down beside the rudder-bars, Eur.