παρακαθίστημι: Difference between revisions
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>f.</i> παρακαταστήσω, <i>ao.</i> παρακατέστησα, <i>etc.</i><br />établir auprès, placer à côté.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καθίστημι]]. | |btext=<i>f.</i> παρακαταστήσω, <i>ao.</i> παρακατέστησα, <i>etc.</i><br />établir auprès, placer à côté.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καθίστημι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=παρα-καθίστημι plaatsen naast:. πολιτείας ἐναντίας παρακαθιστάντες door tegengestelde regeringsvormen naast (de bestaande) in te voeren Isocr. 4.104. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρακαθίστημι:''' (fut. παρακαταστήσω, aor. παρακατέστησα)<br /><b class="num">1)</b> [[ставить рядом]], [[приставлять]] ([[ἐπόπτας]] τινάς Dem.; ἐπίτροπόν τινι Diod.; φυλακήν τινι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[устанавливать рядом]] (πολιτείας ἐναντίας Isocr.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''παρακαθίστημι:''' μέλ. <i>καταστήσω</i>, [[στέκομαι]] ή εγκαθίσταμαι δίπλα, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''παρακαθίστημι:''' μέλ. <i>καταστήσω</i>, [[στέκομαι]] ή εγκαθίσταμαι δίπλα, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''παρακαθίστημι''': μέλλ. -καταστήσω· ἐνεστ. [[ὡσαύτως]] -[[καθιστάνω]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 15, 7· - τοποθετῶ πλησίον, [[καθίστημι]] πλησίον, ἐπόπτας π. τινὰς Δημ. 47. 5· πολιτείας π. ἐναντίας Ἰσοκρ. 62Β· π. ἐπίτροπόν τινι Διόδ. 16. 38. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -καταστήσω<br />to [[station]] or [[establish]] [[beside]], Dem. | |mdlsjtxt=fut. -καταστήσω<br />to [[station]] or [[establish]] [[beside]], Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:05, 2 October 2022
English (LSJ)
also παρακαθ-ιστάνω, J.AJ14.15.7:—set down beside, station or establish beside, στρατιώτας ὥσπερ ἐπόπτας π. D.4.25; πολιτείας ἐναντίας π. Isoc. 4.104, cf. IG12.46.9; π. ἐπίτροπόν τινι D.S.16.38, cf. PCair.Zen.199.7 (iii B. C.), PRev.Laws54.15 (iii B. C.):—Pass., παρακαθεσταμένος τινί being made his colleague, D.S.16.47.
German (Pape)
[Seite 481] (s. ἵστημι), daneben, an der Seite hinstellen, einsetzen; πολιτείας ἐναντίας, Isocr. 4, 104; παρακατέστησε φυλακήν, Plut. Fab. Max. 7; ἐπίτροπόν τινι, D. Sic. 16, 38; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
f. παρακαταστήσω, ao. παρακατέστησα, etc.
établir auprès, placer à côté.
Étymologie: παρά, καθίστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-καθίστημι plaatsen naast:. πολιτείας ἐναντίας παρακαθιστάντες door tegengestelde regeringsvormen naast (de bestaande) in te voeren Isocr. 4.104.
Russian (Dvoretsky)
παρακαθίστημι: (fut. παρακαταστήσω, aor. παρακατέστησα)
1) ставить рядом, приставлять (ἐπόπτας τινάς Dem.; ἐπίτροπόν τινι Diod.; φυλακήν τινι Plut.);
2) устанавливать рядом (πολιτείας ἐναντίας Isocr.).
Greek Monolingual
και παρακαθιστάνω Α
τοποθετώ, διορίζω, εγκαθιστώ κάποιον ή κάτι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι άλλο («παρακατέστησεν αὐτῷ ἐπίτροπον», Διόδ. Σικ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + καθίστημι «θέτω, τοποθετώ»].
Greek Monotonic
παρακαθίστημι: μέλ. καταστήσω, στέκομαι ή εγκαθίσταμαι δίπλα, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
παρακαθίστημι: μέλλ. -καταστήσω· ἐνεστ. ὡσαύτως -καθιστάνω Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 15, 7· - τοποθετῶ πλησίον, καθίστημι πλησίον, ἐπόπτας π. τινὰς Δημ. 47. 5· πολιτείας π. ἐναντίας Ἰσοκρ. 62Β· π. ἐπίτροπόν τινι Διόδ. 16. 38.