πηγός: Difference between revisions

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />compact, épais, <i>d'où</i><br /><b>1</b> solide, fort, vigoureux (cheval);<br /><b>2</b> gros, énorme (vague).<br />'''Étymologie:''' [[πήγνυμι]].
|btext=ή, όν :<br />compact, épais, <i>d'où</i><br /><b>1</b> solide, fort, vigoureux (cheval);<br /><b>2</b> gros, énorme (vague).<br />'''Étymologie:''' [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πηγός''': -ή, -όν, ([[πήγνυμι]] ΙΙ) [[εὐπαγής]], ἵππους πηγούς, «εὐτραφεῖς, εὐπαγεῖς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 124· κύματι πηγῷ, ἐπὶ ἰσχυροῦ, μεγάλου κύματος (πρβλ. [[κῦμα]] τρόφι, τροφόεν), Ὀδ. Ε. 388. Ψ. 235. ΙΙ. ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «πηγόν· οἱ μὲν [[λευκόν]], οἱ δὲ [[μέλαν]]»: καὶ [[οὕτως]] ὁ Εὐστ. 403. 43, πρβλ. 740. 50., 1539. 42· καὶ ἡ [[ἔννοια]] τοῦ λευκοῦ ἀπαντᾷ ἐν τῷ: [[πλόκος]] πηγὸς (Λυκόφρων 336), καί: κύνας ἥμισυ πηγούς, κατὰ τὸ ἥμισυ λευκοὺς (Καλλ. εἰς Ἄρτ. 90)· ― περὶ τοῦ ἐν Στράτωνος «Φοινικίδῃ» 1. 36 πηγὸς πάρεστι ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.
|elnltext=πηγός -ή -όν, Dor. πᾱγός [πήγνυμι] vast, stevig.
}}
{{elru
|elrutext='''πηγός:''' [[крепкий]], [[сильный]], [[мощный]] ([[ἵππος]], [[κῦμα]] Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πηγός:''' -ή, -όν ([[πήγνυμι]] II), τοποθετημένος [[καλά]] μαζί με, συναρμολογημένος, [[δυνατός]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κύματι πηγῷ</i>, σε δυνατό, μεγάλο [[κύμα]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''πηγός:''' -ή, -όν ([[πήγνυμι]] II), τοποθετημένος [[καλά]] μαζί με, συναρμολογημένος, [[δυνατός]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κύματι πηγῷ</i>, σε δυνατό, μεγάλο [[κύμα]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πηγός:''' [[крепкий]], [[сильный]], [[мощный]] ([[ἵππος]], [[κῦμα]] Hom.).
|lstext='''πηγός''': -ή, -όν, ([[πήγνυμι]] ΙΙ) [[εὐπαγής]], ἵππους πηγούς, «εὐτραφεῖς, εὐπαγεῖς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 124· κύματι πηγῷ, ἐπὶ ἰσχυροῦ, μεγάλου κύματος (πρβλ. [[κῦμα]] τρόφι, τροφόεν), Ὀδ. Ε. 388. Ψ. 235. ΙΙ. ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «πηγόν· οἱ μὲν [[λευκόν]], οἱ δὲ [[μέλαν]]»: καὶ [[οὕτως]] ὁ Εὐστ. 403. 43, πρβλ. 740. 50., 1539. 42· καὶ ἡ [[ἔννοια]] τοῦ λευκοῦ ἀπαντᾷ ἐν τῷ: [[πλόκος]] πηγὸς (Λυκόφρων 336), καί: κύνας ἥμισυ πηγούς, κατὰ τὸ ἥμισυ λευκοὺς (Καλλ. εἰς Ἄρτ. 90)· ― περὶ τοῦ ἐν Στράτωνος «Φοινικίδῃ» 1. 36 πηγὸς πάρεστι ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.
}}
{{elnl
|elnltext=πηγός -ή -όν, Dor. πᾱγός [πήγνυμι] vast, stevig.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πήγνυμι]] II]<br />well put [[together]], [[compact]], [[strong]], Il.; κύματι πηγῶι on the [[strong]], big [[wave]], Od.
|mdlsjtxt=[[πήγνυμι]] II]<br />well put [[together]], [[compact]], [[strong]], Il.; κύματι πηγῶι on the [[strong]], big [[wave]], Od.
}}
}}

Revision as of 21:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηγός Medium diacritics: πηγός Low diacritics: πηγός Capitals: ΠΗΓΟΣ
Transliteration A: pēgós Transliteration B: pēgos Transliteration C: pigos Beta Code: phgo/s

English (LSJ)

ή, όν, Dor. πᾱγός, A (πήγνυμι ΙΙ) well put together, solid, strong, ἵππους πηγοὺς ἀθλοφόρους Il.9.124, cf. Alcm.23.48; κύματι πηγῷ Od. 5.388, 23.235, AP9.143 (Antip.). 2 Subst. πηγός (sc. ἅλς), ὁ, salt (cf. πηκτός 111), mock-Epic use in Strato Com.1.36. II white, πλόκος Lyc.336; ὀστέα Sammelb.4314.5 (Alexandria, iii B. C.); κύνας ἥμισυ πηγούς Call.Dian.90. 2 Hsch. has πηγόν· οἱ μὲν λευκόν, οἱ δὲ μέλαν; and Eust.403.43 explains κῦμα π. as κ. μέλαν, cf. 740.50, 1539.42.

German (Pape)

[Seite 609] fest, seist, derb, gedrungen, dah. wohlgenährt, stark, kräftig; ἵπποι πηγοί, wohlgenährte, tüchtige Rosse, Il. 9, 124. 266; κῦμα πηγόν, eine dickangeschwollene, gewaltige Woge, Od. 5, 388. 23, 235, wofür sonst τρόφι u. τροφόεν κῦμα, auch von sp. D. nachgeahmt. – Auch hier erkl., wie in πηγεσίμαλλος, einige alte Ausleger πηγός durch »schwarz«, Lycophr. dagegen durch »weiß«, weil der Reif, πάγος, weiß sei, daher er 336 πλόκαμος πηγός für »weiße Locke« sagt. Vgl. noch Strat. com. bei Ath. IX, 383 a, wo Einer für »Salz« sagt πηγὸς πάρεστι (s. πήγνυμι), der Andere erwidert πηγός; οὐχὶ λευκὰ σὺ ἐρεῖς.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
compact, épais, d'où
1 solide, fort, vigoureux (cheval);
2 gros, énorme (vague).
Étymologie: πήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πηγός -ή -όν, Dor. πᾱγός [πήγνυμι] vast, stevig.

Russian (Dvoretsky)

πηγός: крепкий, сильный, мощный (ἵππος, κῦμα Hom.).

English (Autenrieth)

(πήγνῦμι): stout, thick, tough, Il. 9.124 ; κῦμα, big wave, Od. 5.388.

Greek Monolingual

και παγός, -ή, -όν, Α
1. συμπαγής, σωματώδης («ἵππους πηγούς», Ομ. Ιλ.)
2. (για κύμα) πολύ φουσκωμένο, πελώριο
3. λευκός (α. «πηγός πλόκος», Λυκόφρ. β. «πηγὰ ὀστέα», πάπ.)
4. το αρσ. ως ουσ.πηγός
το αλάτι
5. (κατά τον Ησύχ.) «πηγόν
οἱ μἐν λευκόν, οἱ δὲ μέλαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ- του πήγ-νυμι + κατάλ. -ός. Η σημ. «λευκός» και «μέλας» που αποδόθηκε στο επίθ. είναι μτγν. και οφείλεται σε εσφαλμένη ερμηνεία ομηρικού χωρίου].

Greek Monotonic

πηγός: -ή, -όν (πήγνυμι II), τοποθετημένος καλά μαζί με, συναρμολογημένος, δυνατός, σε Ομήρ. Ιλ.· κύματι πηγῷ, σε δυνατό, μεγάλο κύμα, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πηγός: -ή, -όν, (πήγνυμι ΙΙ) εὐπαγής, ἵππους πηγούς, «εὐτραφεῖς, εὐπαγεῖς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 124· κύματι πηγῷ, ἐπὶ ἰσχυροῦ, μεγάλου κύματος (πρβλ. κῦμα τρόφι, τροφόεν), Ὀδ. Ε. 388. Ψ. 235. ΙΙ. ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «πηγόν· οἱ μὲν λευκόν, οἱ δὲ μέλαν»: καὶ οὕτως ὁ Εὐστ. 403. 43, πρβλ. 740. 50., 1539. 42· καὶ ἡ ἔννοια τοῦ λευκοῦ ἀπαντᾷ ἐν τῷ: πλόκος πηγὸς (Λυκόφρων 336), καί: κύνας ἥμισυ πηγούς, κατὰ τὸ ἥμισυ λευκοὺς (Καλλ. εἰς Ἄρτ. 90)· ― περὶ τοῦ ἐν Στράτωνος «Φοινικίδῃ» 1. 36 πηγὸς πάρεστι ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.

Middle Liddell

πήγνυμι II]
well put together, compact, strong, Il.; κύματι πηγῶι on the strong, big wave, Od.