προήκω: Difference between revisions
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> être avancé, s'avancer ; <i>fig.</i> προήκειν καθ’ ἡλικίαν PLUT avancer en âge ; ἀξιώματι THC en dignité ; [[ἐς]] [[τοῦτο]] DÉM être avancé à ce point;<br /><b>2</b> l'emporter par, être considéré pour.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἥκω]]. | |btext=<b>1</b> être avancé, s'avancer ; <i>fig.</i> προήκειν καθ’ ἡλικίαν PLUT avancer en âge ; ἀξιώματι THC en dignité ; [[ἐς]] [[τοῦτο]] DÉM être avancé à ce point;<br /><b>2</b> l'emporter par, être considéré pour.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἥκω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προ-ήκω gevorderd zijn:; καθ’ ἡλικίαν π. van gevorderde leeftijd zijn Plut. Alc. 13.1; ὁρῶ... τὰ πράγματ’ εἰς τοῦτο προήκοντα ὥστε... ik zie dat de toestand zo nijpend is geworden dat... Dem. 3.1; overdr.. ἀξιώσει π. in hoog aanzien staan Thuc. 2.34.6; χρήμασι προήκων in rijkdom vooraanstaand Xen. Hell. 7.1.23. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προήκω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[выйти вперед]], [[выдвинуться]] (χρήμασι προήκων Xen.): ἀξιώσει π. Thuc. достичь высокого положения; προήκων ἐς βαθὺ της ἡλικίας Arph. достигший старости; τῆς ἡμέρας προηκούσας Plut. когда был уже поздний час дня; εἰς [[τοῦτο]] π. Dem. дойти до этого или зайти так далеко;<br /><b class="num">2)</b> [[предшествовать]]: χρόνῳ τῶν ἄλλων π. Sext. предшествовать другим во времени;<br /><b class="num">3)</b> [[выдаваться вперед]], [[расширяться]]: προήκοντα κόλπον ποιεῖν Xen. сделать расширение (в звероловной сети). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προήκω:''' μέλ. <i>-ήξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> βρίσκομαι από [[πριν]], είμαι [[πρώτος]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[υπερέχω]], [[προήκω]] ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας, σε Αριστοφ.· εἰς [[τοῦτο]] προήκειν, έχω φτάσει σ' αυτό το [[σημείο]], σε Δημ.· λέγεται για χρόνο, <i>τῆς ἡμέρας προηκούσης</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> εκτείνομαι πιο πέρα, <i>τῆς ἄρκυος</i>, σε Ξεν. | |lsmtext='''προήκω:''' μέλ. <i>-ήξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> βρίσκομαι από [[πριν]], είμαι [[πρώτος]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[υπερέχω]], [[προήκω]] ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας, σε Αριστοφ.· εἰς [[τοῦτο]] προήκειν, έχω φτάσει σ' αυτό το [[σημείο]], σε Δημ.· λέγεται για χρόνο, <i>τῆς ἡμέρας προηκούσης</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> εκτείνομαι πιο πέρα, <i>τῆς ἄρκυος</i>, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -ήξω<br /><b class="num">I.</b> to [[have]] [[gone]] [[before]], be the [[first]], Thuc., Xen.<br /><b class="num">2.</b> to [[have]] advanced, πρ. ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας Ar.; εἰς [[τοῦτο]] προήκειν to [[have]] [[come]] to [[this]] [[pass]], Dem.; of [[time]], τῆς ἡμέρας προηκούσας Plut.<br /><b class="num">II.</b> to [[reach]] [[beyond]], τῆς ἄρκυος Xen. | |mdlsjtxt=fut. -ήξω<br /><b class="num">I.</b> to [[have]] [[gone]] [[before]], be the [[first]], Thuc., Xen.<br /><b class="num">2.</b> to [[have]] advanced, πρ. ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας Ar.; εἰς [[τοῦτο]] προήκειν to [[have]] [[come]] to [[this]] [[pass]], Dem.; of [[time]], τῆς ἡμέρας προηκούσας Plut.<br /><b class="num">II.</b> to [[reach]] [[beyond]], τῆς ἄρκυος Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:45, 2 October 2022
English (LSJ)
A to have gone before, be the first, ἀξιώσει Th.2.34; χρήμασι X.HG7.1.23; χρόνῳ τῶν ἄλλων S.E.M.9.1; τοῖς χρόνοις ib.1.204. 2 to have advanced, π. ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας Ar.Nu.513; τὴν ἡλικίαν LXX 4 Ma.5.4; ἡλικίᾳ D.C.58.27; καθ' ἡλικίαν Plu.Alc.13; also, ἔχειν ἡλικίαν πλέον προήκουσαν Arist.Pol.1336b18(s.v.l.); [ὁρῶ] τὰ πράγματ' εἰς τοῦτο προήκοντα have come to this pass, D.3.1; of time, τῆς ἡμέρας προηκούσης Plu.Brut.15; also ἐπὶ προηκούσῃ τῇ πραγματείᾳ as my work proceeds, Gal.2.573. II to have come forth, τοῦ δωματίου Hld.5.2. III reach beyond, τῆς ἄρκυος X.Cyn.10.7; extend in length, Gal.5.228.
German (Pape)
[Seite 723] (s. ἥκω), vorgehen, vorrücken; προήκων ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας, Ar. Nubb. 513; u. so vom Alter, καθ' ἡλικίαν προήκων, Plut. Alc. 13 u. a. Sp., auch absolut; aber auch προήκειν ἀξιώματι, Thuc. 2, 34, wie χρήμασι, Xen. Hell. 7, 1, 23; δόξῃ, Plut. Cat. min. 14, wie προέ χω, Dem. 3, 1 vrbdt ὁρῶ τὰ πρἀγματα εἰς τοῦτο προήκοντα, es ist so weit gekommen.
French (Bailly abrégé)
1 être avancé, s'avancer ; fig. προήκειν καθ’ ἡλικίαν PLUT avancer en âge ; ἀξιώματι THC en dignité ; ἐς τοῦτο DÉM être avancé à ce point;
2 l'emporter par, être considéré pour.
Étymologie: πρό, ἥκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-ήκω gevorderd zijn:; καθ’ ἡλικίαν π. van gevorderde leeftijd zijn Plut. Alc. 13.1; ὁρῶ... τὰ πράγματ’ εἰς τοῦτο προήκοντα ὥστε... ik zie dat de toestand zo nijpend is geworden dat... Dem. 3.1; overdr.. ἀξιώσει π. in hoog aanzien staan Thuc. 2.34.6; χρήμασι προήκων in rijkdom vooraanstaand Xen. Hell. 7.1.23.
Russian (Dvoretsky)
προήκω:
1) выйти вперед, выдвинуться (χρήμασι προήκων Xen.): ἀξιώσει π. Thuc. достичь высокого положения; προήκων ἐς βαθὺ της ἡλικίας Arph. достигший старости; τῆς ἡμέρας προηκούσας Plut. когда был уже поздний час дня; εἰς τοῦτο π. Dem. дойти до этого или зайти так далеко;
2) предшествовать: χρόνῳ τῶν ἄλλων π. Sext. предшествовать другим во времени;
3) выдаваться вперед, расширяться: προήκοντα κόλπον ποιεῖν Xen. сделать расширение (в звероловной сети).
Greek (Liddell-Scott)
προήκω: προέχω, ὑπερέχω, ἀξιώσει Θουκ. 2. 34. χρήμασι Ξεν. Ἑλλην. 7. 1, 23· χρόνῳ τῶν ἄλλων Σέξτ. Ἐμπειρ. Π. Μ. 9. 1· τοῖς χρόνοις αὐτόθι 1. 204. 2) ἔχω προχωρήσῃ, πρ. ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας Ἀριστοφ. Νεφ. 513· ἡλικίᾳ Δίων Κ. 58. 27· καθ’ ἡλικίαν Πλουτ. Ἀλκ. 13· ὡσαύτως, ἔχειν ἡλικίαν πλέον προήκουσαν Ἀριστ. Πολιτ. 7. 17, 10· εἰς τοῦτο πρ., ἔχει φθάσῃ εἰς τοῦτο τὸ σημεῖον, Δημ. 28. 5· ἐπὶ χρόνου, τῆς ἡμέρας προηκούσης Πλουτ. Βροῦτ. 15. ΙΙ. ἔχω προχωρήσῃ πρὸς τὰ ἐμπρός, ἔχω ἐξέλθῃ, τοῦ δωματίου Ἡλιόδ. 5. 2. ΙΙΙ. ἐκτείνομαι πέραν τινός, τῆς ἄρκυος Ξεν. Κυν. 10, 7.
Greek Monolingual
Α ἥκω
1. είμαι ανώτερος, υπερέχω («γένει τε οὐδενὸς ἐνδεὴς χρήμασί τε προήκων», Ξεν.)
2. έχω προχωρήσει, έχω φθάσει («ἔχειν ἡλικίαν πλέον προήκουσαν», Αριστοτ.)
3. έχω εξέλθει («τοῦ δωματίου προήκων», Ηλιόδ.)
4. απλώνομαι πέρα από κάτι, εκτείνομαι («προήκω τῆς ἄρκυος, Ξεν.).
Greek Monotonic
προήκω: μέλ. -ήξω,
I. 1. βρίσκομαι από πριν, είμαι πρώτος, σε Θουκ., Ξεν.
2. υπερέχω, προήκω ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας, σε Αριστοφ.· εἰς τοῦτο προήκειν, έχω φτάσει σ' αυτό το σημείο, σε Δημ.· λέγεται για χρόνο, τῆς ἡμέρας προηκούσης, σε Πλούτ.
II. εκτείνομαι πιο πέρα, τῆς ἄρκυος, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. -ήξω
I. to have gone before, be the first, Thuc., Xen.
2. to have advanced, πρ. ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας Ar.; εἰς τοῦτο προήκειν to have come to this pass, Dem.; of time, τῆς ἡμέρας προηκούσας Plut.
II. to reach beyond, τῆς ἄρκυος Xen.