πρωτόπλοος: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οος, οον;<br /><b>1</b> qui navigue (sur mer) pour la première fois;<br /><b>2</b> qui navigue le premier <i>ou</i> en avant.<br />'''Étymologie:''' [[πρῶτος]], [[πλέω]].
|btext=οος, οον;<br /><b>1</b> qui navigue (sur mer) pour la première fois;<br /><b>2</b> qui navigue le premier <i>ou</i> en avant.<br />'''Étymologie:''' [[πρῶτος]], [[πλέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πρωτόπλοος:''' стяж. [[πρωτόπλους]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[впервые плывущий]] ([[νηῦς]] Hom.; [[πλάτα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[впервые окунувшийся в волны любви]] (sc. [[παρθένος]] Plat. ap. Diog. L.);<br /><b class="num">3)</b> [[плывущий впереди]], [[передний]] (sc. τριήρεις Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρωτόπλοος:''' -ον, Αττ. συνηρ. -[[πλους]], -ουν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πλέει στη [[θάλασσα]] για πρώτη [[φορά]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· πρ. [[πλάτα]], τα [[πρώτα]] [[κουπιά]] που έχουν χρησιμοποιηθεί (στο [[πλοίο]] Αργώ), σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που πλέει [[πρώτος]] ή είναι επικεφαλής, σε Ξεν.
|lsmtext='''πρωτόπλοος:''' -ον, Αττ. συνηρ. -[[πλους]], -ουν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πλέει στη [[θάλασσα]] για πρώτη [[φορά]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· πρ. [[πλάτα]], τα [[πρώτα]] [[κουπιά]] που έχουν χρησιμοποιηθεί (στο [[πλοίο]] Αργώ), σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που πλέει [[πρώτος]] ή είναι επικεφαλής, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''πρωτόπλοος:''' стяж. [[πρωτόπλους]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[впервые плывущий]] ([[νηῦς]] Hom.; [[πλάτα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[впервые окунувшийся в волны любви]] (sc. [[παρθένος]] Plat. ap. Diog. L.);<br /><b class="num">3)</b> [[плывущий впереди]], [[передний]] (sc. τριήρεις Xen.).
}}
}}

Revision as of 15:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόπλοος Medium diacritics: πρωτόπλοος Low diacritics: πρωτόπλοος Capitals: ΠΡΩΤΟΠΛΟΟΣ
Transliteration A: prōtóploos Transliteration B: prōtoploos Transliteration C: protoploos Beta Code: prwto/ploos

English (LSJ)

ον, Att. contr. πρωτό-πλους, ουν, A going to sea for the first time, νηῦς Od.8.35, cf. E.Hel.1531; π. πλάτα the first-plied oar (of the ship Argo), Id.Andr. 865 (lyr.), cf. S.E.M.9.32: metaph., π. νεότης just embarking on the sea of love, Pl.Epigr.30 (v.l. πρωτοπόρος). II sailing first or foremost, X.HG5.1.27: pr.n. of Athenian warship, H.E.K. Schmidt Die Namen der attischen Kriegsschiffe 7 (v B.C.).

German (Pape)

[Seite 805] att. zsgzn πρωτόπλους, zuerst od. zum ersten Male schiffend; ναῦς, Od. 8, 35; πλάτα, Eur. Andr. 866; Xen. Hell 5, 1, 27; σκάφος heißt die Argo, S. Emp. adv. phys. 1, 32; übertr., παρθένος, ein Mädchen, das sich gewissermaßen zuerst auf das Meer der Liebe wagt, Plat. ep. 6, 4, bei D. L. 3, 31; s. πρωτοβόλος u. πρωτοπόρος.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
1 qui navigue (sur mer) pour la première fois;
2 qui navigue le premier ou en avant.
Étymologie: πρῶτος, πλέω.

Russian (Dvoretsky)

πρωτόπλοος: стяж. πρωτόπλους 2
1) впервые плывущий (νηῦς Hom.; πλάτα Eur.);
2) перен. впервые окунувшийся в волны любви (sc. παρθένος Plat. ap. Diog. L.);
3) плывущий впереди, передний (sc. τριήρεις Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόπλοος: -ον, Ἀττ. συνῃρ. -πλους, ουν· ‒ ὁ διὰ πρώτην φορὰν διαπλέων τὴν θάλασσαν, νηῦς Ὀδ. Θ. 35, Εὐρ. Ἑλ. 1531· πρ. πλάτα, ἡ κατὰ πρῶτον χειρισθεῖσα κώπη (ἐπὶ τοῦ πλοίου Ἀργοῦς), Εὐρ. Ἀνδρ. 865, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 32· ‒ μεταφ., πρ. παρθένος, κόρη νῦν πρῶτον ἀρχομένη νὰ πλέῃ ἐπὶ τῆς θαλάσσης τοῦ ἔρωτος, Πλάτ. Ἐπιγρ. 6. 4 (παρὰ τῷ Διογ. Λ. 3. 31), πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 62 (ἐν τῷ μετώπῳ, περιθωρίῳ)· ἀλλὰ παρ᾿ Ἀθην. 589D, πρωτοπόρος. ΙΙ. ὁ πλέων πρὸ τῶν ἄλλων, ὁ προπλέων, πρόπλους, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 27.

Greek Monotonic

πρωτόπλοος: -ον, Αττ. συνηρ. -πλους, -ουν,
I. αυτός που πλέει στη θάλασσα για πρώτη φορά, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· πρ. πλάτα, τα πρώτα κουπιά που έχουν χρησιμοποιηθεί (στο πλοίο Αργώ), σε Ευρ.
II. αυτός που πλέει πρώτος ή είναι επικεφαλής, σε Ξεν.