συμφρονέω: Difference between revisions

From LSJ

πανταχόθεν ἐρανίζεσθαι τὴν ἡδονήν → cull pleasure from every side, cull pleasure from every source

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> συνεφρόνησα;<br /><b>I.</b> être du même sentiment, être d'accord <i>ou</i> d'intelligence : τινι [[εἴς]] [[τι]], τινι [[ἐπί]] τινι, [[πρός]] τινα [[περί]] τινος, avec qqn au sujet de qch ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> être du parti de qqn;<br /><b>2</b> faire une convention;<br /><b>II.</b> embrasser dans son esprit ; <i>d'où</i><br /><b>1</b> concevoir, imaginer;<br /><b>2</b> comprendre, juger : [[τι]] qch ; [[τῷ]] σχήματι τὴν τύχην PLUT juger la fortune d'après l'extérieur ; avec un inf. : comprendre que;<br /><b>III.</b> reprendre ses sens.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φρονέω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> συνεφρόνησα;<br /><b>I.</b> être du même sentiment, être d'accord <i>ou</i> d'intelligence : τινι [[εἴς]] [[τι]], τινι [[ἐπί]] τινι, [[πρός]] τινα [[περί]] τινος, avec qqn au sujet de qch ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> être du parti de qqn;<br /><b>2</b> faire une convention;<br /><b>II.</b> embrasser dans son esprit ; <i>d'où</i><br /><b>1</b> concevoir, imaginer;<br /><b>2</b> comprendre, juger : [[τι]] qch ; [[τῷ]] σχήματι τὴν τύχην PLUT juger la fortune d'après l'extérieur ; avec un inf. : comprendre que;<br /><b>III.</b> reprendre ses sens.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φρονέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμφρονέω''': ἔχω τὸ αυτὸ [[φρόνημα]] μετά τινος, φρονῶ τὰ αὐτά, συναινῶ, συμφωνῶ, ὁμοφρονῶ, σ. ἀλλήλοις εἴς τι Πολύβ. 4. 60, 4, ἐπί τι ὁ αὐτ. 3. 2, 8· [[πρός]] τινα ἢ τινι [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 4. 81, 3., 7. 16, 3· σ. ταὐτὰ ὁ αὐτ. 6. 46, 8· ἀπολ., συμφωνῶ [[ὁμοῦ]], Λατ. conspirare, ὁ αὐτ. 2. 22, 1, κτλ. 2) [[σκέπτομαι]] [[ὁμοῦ]], τῷ νοερῷ Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 8. 54. ΙΙ. σ. τῇ διανοίᾳ, ἐννοῶ [[ὁμοῦ]] μέ…, Ἀριστ. π. Κόσμ. 1. 2. ΙΙΙ. [[καλῶς]] [[ἐξετάζω]], θεωρῶ, ἃ [[δέον]] ἦν ποιεῖν ὁ αὐτ. 18. 9, 2, πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 9, Πλουτ. Ἀλέξ. 71, κτλ. 2) [[συνέρχομαι]], [[ἔρχομαι]] εἰς ἐμαυτόν, [[ἔρχομαι]] εἰς τὰς αἰσθήσεις μου, ὡς οὖν ἀνήνεγκεν ὁ Κάτων καὶ συνεφρόνησεν ὁ αὐτ. ἐν Κάτ. Νεωτ. 70, ἐν Ἀλεξ. 73.
|elnltext=συμ-φρονέω, Att. ξυμφρονέω inzien, begrijpen, inzicht krijgen in, met acc. intrans. weer tot zichzelf komen, weer bij zinnen komen, zich hernemen.
}}
{{elru
|elrutext='''συμφρονέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[быть единомышленником]], [[находиться в согласии]]: σ. τινι εἴς τι и ἐπί τινι или σ. πρός τινα περί τινος Polyb. быть согласным с кем-л. в чем-л.; τὰ συμφρονήσαντα ἔθνη Polyb. находящиеся в союзе племена;<br /><b class="num">2)</b> [[постигать]], [[понимать]] (τῇ διανοίᾳ Arst.; τὴν αἰτίαν Plut.): τῷ σχήματι σ. τι Plut. догадываться о чем-л. по внешнему виду;<br /><b class="num">3)</b> [[приходить в себя]] (ἀναφέρειν καὶ σ. Plut.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμφρονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σύμφρων]])·<br /><b class="num">I.</b> έχω την [[ίδια]] [[άποψη]] με κάποιον, [[συμφωνώ]], [[ομοφωνώ]], [[συνομολογώ]], σε Πολύβ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[εξετάζω]], [[θεωρώ]], [[υπολογίζω]] [[καλά]], [[αναλογίζομαι]], [[σκέφτομαι]], ἃ [[δέον]] ἦν ποιεῖν, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνέρχομαι]], [[ανακτώ]] τις αισθήσεις μου, [[έρχομαι]] στα συγκαλά μου, στον ίδ.
|lsmtext='''συμφρονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σύμφρων]])·<br /><b class="num">I.</b> έχω την [[ίδια]] [[άποψη]] με κάποιον, [[συμφωνώ]], [[ομοφωνώ]], [[συνομολογώ]], σε Πολύβ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[εξετάζω]], [[θεωρώ]], [[υπολογίζω]] [[καλά]], [[αναλογίζομαι]], [[σκέφτομαι]], ἃ [[δέον]] ἦν ποιεῖν, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνέρχομαι]], [[ανακτώ]] τις αισθήσεις μου, [[έρχομαι]] στα συγκαλά μου, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμφρονέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[быть единомышленником]], [[находиться в согласии]]: σ. τινι εἴς τι и ἐπί τινι или σ. πρός τινα περί τινος Polyb. быть согласным с кем-л. в чем-л.; τὰ συμφρονήσαντα ἔθνη Polyb. находящиеся в союзе племена;<br /><b class="num">2)</b> [[постигать]], [[понимать]] (τῇ διανοίᾳ Arst.; τὴν αἰτίαν Plut.): τῷ σχήματι σ. τι Plut. догадываться о чем-л. по внешнему виду;<br /><b class="num">3)</b> [[приходить в себя]] (ἀναφέρειν καὶ σ. Plut.).
|lstext='''συμφρονέω''': ἔχω τὸ αυτὸ [[φρόνημα]] μετά τινος, φρονῶ τὰ αὐτά, συναινῶ, συμφωνῶ, ὁμοφρονῶ, σ. ἀλλήλοις εἴς τι Πολύβ. 4. 60, 4, ἐπί τι ὁ αὐτ. 3. 2, 8· [[πρός]] τινα ἢ τινι [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 4. 81, 3., 7. 16, 3· σ. ταὐτὰ ὁ αὐτ. 6. 46, 8· ἀπολ., συμφωνῶ [[ὁμοῦ]], Λατ. conspirare, ὁ αὐτ. 2. 22, 1, κτλ. 2) [[σκέπτομαι]] [[ὁμοῦ]], τῷ νοερῷ Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 8. 54. ΙΙ. σ. τῇ διανοίᾳ, ἐννοῶ [[ὁμοῦ]] μέ…, Ἀριστ. π. Κόσμ. 1. 2. ΙΙΙ. [[καλῶς]] [[ἐξετάζω]], θεωρῶ, ἃ [[δέον]] ἦν ποιεῖν ὁ αὐτ. 18. 9, 2, πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 9, Πλουτ. Ἀλέξ. 71, κτλ. 2) [[συνέρχομαι]], [[ἔρχομαι]] εἰς ἐμαυτόν, [[ἔρχομαι]] εἰς τὰς αἰσθήσεις μου, ὡς οὖν ἀνήνεγκεν ὁ Κάτων καὶ συνεφρόνησεν ὁ αὐτ. ἐν Κάτ. Νεωτ. 70, ἐν Ἀλεξ. 73.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-φρονέω, Att. ξυμφρονέω inzien, begrijpen, inzicht krijgen in, met acc. intrans. weer tot zichzelf komen, weer bij zinnen komen, zich hernemen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω [[σύμφρων]]<br /><b class="num">I.</b> to be of one [[mind]] with, to [[agree]], Polyb.<br /><b class="num">II.</b> to [[consider]] well, ἃ [[δέον]] ἦν ποιεῖν Plut.<br /><b class="num">2.</b> to [[collect]] [[oneself]], Plut.
|mdlsjtxt=fut. ήσω [[σύμφρων]]<br /><b class="num">I.</b> to be of one [[mind]] with, to [[agree]], Polyb.<br /><b class="num">II.</b> to [[consider]] well, ἃ [[δέον]] ἦν ποιεῖν Plut.<br /><b class="num">2.</b> to [[collect]] [[oneself]], Plut.
}}
}}

Revision as of 22:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφρονέω Medium diacritics: συμφρονέω Low diacritics: συμφρονέω Capitals: ΣΥΜΦΡΟΝΕΩ
Transliteration A: symphronéō Transliteration B: symphroneō Transliteration C: symfroneo Beta Code: sumfrone/w

English (LSJ)

A to be of one mind with any one, agree or conspire with, σ. ἀλλήλοις εἴς τι Plb.4.60.4, cf. LXX 3 Ma.3.2; ἐπί τινι Plb.3.2.8; περί τινων πρὸς τοὺς φίλους Id.4.81.3, cf. 7.16.3; σ. ταὐτά Id.6.46.8: abs., agree together, Id.2.22.1, etc. 2 think with, be in harmony with, τῷ νοερῷ M.Ant.8.54. II become aware of, think of, notice, understand, ὃ δέον εἴη ποιεῖν Plb.18.26.2, cf. D.H.5.9, Plu.Nic.19,23, Them. 28, Brut.10, Pyrrh.11, Eum.19, Cam.29,36, etc. 2 collect oneself, become conscious, Id.Cat.Mi.70, Alex.73. III bring together in thought, τὰ πλεῖστον ἀλλήλων ἀφεστῶτα τοῖς τόποις Arist.Mu.391a14 (v.l. τῇ διανοίᾳ συνεφόρησε, which may be a gloss).

German (Pape)

[Seite 993] 1) eines Sinnes od. gleicher Meinung mit Jemandem sein, ihm beistimmen, es mit ihm halten, von seiner Partei sein, bes. bei Empörungen, Pol., sowohl absol., 2, 22, 1 u. öfter, als ἀλλήλοις εἴς τι, 4, 60, 4, ἐπί τινι πράγματι, 3, 2, 8, πρὸς τοὺς φίλους περί τινος, 4, 81, 3; dah. auch = einwilligen, Ath. XII, 521 a. – 2) begreifen, einsehen, verstehen, merken, Plut. Them. 28; τῷ σχήματι τὴν τύχην, Pomp. 37; wieder zur Besinnung kommen, Cat. min. 70; überlegen, ὃ δέον ἦν ποιεῖν, Pol. 18, 9, 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. συνεφρόνησα;
I. être du même sentiment, être d'accord ou d'intelligence : τινι εἴς τι, τινι ἐπί τινι, πρός τινα περί τινος, avec qqn au sujet de qch ; particul.
1 être du parti de qqn;
2 faire une convention;
II. embrasser dans son esprit ; d'où
1 concevoir, imaginer;
2 comprendre, juger : τι qch ; τῷ σχήματι τὴν τύχην PLUT juger la fortune d'après l'extérieur ; avec un inf. : comprendre que;
III. reprendre ses sens.
Étymologie: σύν, φρονέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-φρονέω, Att. ξυμφρονέω inzien, begrijpen, inzicht krijgen in, met acc. intrans. weer tot zichzelf komen, weer bij zinnen komen, zich hernemen.

Russian (Dvoretsky)

συμφρονέω:
1) быть единомышленником, находиться в согласии: σ. τινι εἴς τι и ἐπί τινι или σ. πρός τινα περί τινος Polyb. быть согласным с кем-л. в чем-л.; τὰ συμφρονήσαντα ἔθνη Polyb. находящиеся в союзе племена;
2) постигать, понимать (τῇ διανοίᾳ Arst.; τὴν αἰτίαν Plut.): τῷ σχήματι σ. τι Plut. догадываться о чем-л. по внешнему виду;
3) приходить в себя (ἀναφέρειν καὶ σ. Plut.).

Greek Monotonic

συμφρονέω: μέλ. -ήσω (σύμφρων
I. έχω την ίδια άποψη με κάποιον, συμφωνώ, ομοφωνώ, συνομολογώ, σε Πολύβ.
II. 1. εξετάζω, θεωρώ, υπολογίζω καλά, αναλογίζομαι, σκέφτομαι, ἃ δέον ἦν ποιεῖν, σε Πλούτ.
2. συνέρχομαι, ανακτώ τις αισθήσεις μου, έρχομαι στα συγκαλά μου, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

συμφρονέω: ἔχω τὸ αυτὸ φρόνημα μετά τινος, φρονῶ τὰ αὐτά, συναινῶ, συμφωνῶ, ὁμοφρονῶ, σ. ἀλλήλοις εἴς τι Πολύβ. 4. 60, 4, ἐπί τι ὁ αὐτ. 3. 2, 8· πρός τινα ἢ τινι περί τινος ὁ αὐτ. 4. 81, 3., 7. 16, 3· σ. ταὐτὰ ὁ αὐτ. 6. 46, 8· ἀπολ., συμφωνῶ ὁμοῦ, Λατ. conspirare, ὁ αὐτ. 2. 22, 1, κτλ. 2) σκέπτομαι ὁμοῦ, τῷ νοερῷ Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 8. 54. ΙΙ. σ. τῇ διανοίᾳ, ἐννοῶ ὁμοῦ μέ…, Ἀριστ. π. Κόσμ. 1. 2. ΙΙΙ. καλῶς ἐξετάζω, θεωρῶ, ἃ δέον ἦν ποιεῖν ὁ αὐτ. 18. 9, 2, πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 9, Πλουτ. Ἀλέξ. 71, κτλ. 2) συνέρχομαι, ἔρχομαι εἰς ἐμαυτόν, ἔρχομαι εἰς τὰς αἰσθήσεις μου, ὡς οὖν ἀνήνεγκεν ὁ Κάτων καὶ συνεφρόνησεν ὁ αὐτ. ἐν Κάτ. Νεωτ. 70, ἐν Ἀλεξ. 73.

Middle Liddell

fut. ήσω σύμφρων
I. to be of one mind with, to agree, Polyb.
II. to consider well, ἃ δέον ἦν ποιεῖν Plut.
2. to collect oneself, Plut.