συρφετώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ης, ες:<br />composé d'un ramassis de populace.<br />'''Étymologie:''' [[συρφετός]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />composé d'un ramassis de populace.<br />'''Étymologie:''' [[συρφετός]], -ωδης.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συρφετώδης''': -ες, ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς συρφετόν, [[ὁμοῦ]] σεσωρευμένος, [[ἀνάμικτος]], [[χυδαῖος]], συρ. [[ὄχλος]] Πολύβ. 4. 75, 5, πρβλ. Λουκ. περὶ Ὀρχ. 83, κτλ.· σ. [[βωμολοχία]] Πλούτ. 2. 454Ε.
|elnltext=συρφετώδης -ες [συρφετός] plebeïsch, platvloers.
}}
{{elru
|elrutext='''συρφετώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[состоящий из подонков]] ([[ὄχλος]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[площадной]] ([[λαλιά]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''συρφετώδης:''' -ες ([[συρφετός]], [[εἶδος]]), αυτός που έχει συσσωρευθεί μαζί, όμοιος με συρφετό, [[σύμμεικτος]], [[αχαλίνωτος]], [[χυδαίος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''συρφετώδης:''' -ες ([[συρφετός]], [[εἶδος]]), αυτός που έχει συσσωρευθεί μαζί, όμοιος με συρφετό, [[σύμμεικτος]], [[αχαλίνωτος]], [[χυδαίος]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συρφετώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[состоящий из подонков]] ([[ὄχλος]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[площадной]] ([[λαλιά]] Plut.).
|lstext='''συρφετώδης''': -ες, ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς συρφετόν, [[ὁμοῦ]] σεσωρευμένος, [[ἀνάμικτος]], [[χυδαῖος]], συρ. [[ὄχλος]] Πολύβ. 4. 75, 5, πρβλ. Λουκ. περὶ Ὀρχ. 83, κτλ.· σ. [[βωμολοχία]] Πλούτ. 2. 454Ε.
}}
{{elnl
|elnltext=συρφετώδης -ες [συρφετός] plebeïsch, platvloers.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συρφετ-ώδης, ες [[συρφετός]], [[εἶδος]]<br />[[jumbled]] [[together]], [[promiscuous]], Luc.
|mdlsjtxt=συρφετ-ώδης, ες [[συρφετός]], [[εἶδος]]<br />[[jumbled]] [[together]], [[promiscuous]], Luc.
}}
}}

Revision as of 22:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρφετώδης Medium diacritics: συρφετώδης Low diacritics: συρφετώδης Capitals: ΣΥΡΦΕΤΩΔΗΣ
Transliteration A: syrphetṓdēs Transliteration B: syrphetōdēs Transliteration C: syrfetodis Beta Code: surfetw/dhs

English (LSJ)

ες, promiscuous, vulgar, σ. ὄχλος Plb.4.75.5, cf. Luc.Salt.83, etc.; βωμολοχία σ. Plu.2.454e; πράγματα Jul.Or.6.202b.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
composé d'un ramassis de populace.
Étymologie: συρφετός, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συρφετώδης -ες [συρφετός] plebeïsch, platvloers.

Russian (Dvoretsky)

συρφετώδης:
1) состоящий из подонков (ὄχλος Polyb.);
2) площадной (λαλιά Plut.).

Greek Monolingual

-ες / συρφετώδης, -ῶδες, ΝΜΑ συρφετός
αυτός που μοιάζει με συρφετό ή ο σχετικός με συρφετό
μσν.-αρχ.
1. ανάμικτος
2. μτφ. χυδαίος, πρόστυχος
αρχ.
ο χωρίς αξία, τιποτένιος.
επίρρ...
συρφετωδῶς Α
1. με ανάμικτο τρόπο
2. βλακωδώς.

Greek Monotonic

συρφετώδης: -ες (συρφετός, εἶδος), αυτός που έχει συσσωρευθεί μαζί, όμοιος με συρφετό, σύμμεικτος, αχαλίνωτος, χυδαίος, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συρφετώδης: -ες, ὁ ὅμοιος πρὸς συρφετόν, ὁμοῦ σεσωρευμένος, ἀνάμικτος, χυδαῖος, συρ. ὄχλος Πολύβ. 4. 75, 5, πρβλ. Λουκ. περὶ Ὀρχ. 83, κτλ.· σ. βωμολοχία Πλούτ. 2. 454Ε.

Middle Liddell

συρφετ-ώδης, ες συρφετός, εἶδος
jumbled together, promiscuous, Luc.