τηκεδών: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=όνος (ἡ) :<br />consomption, dépérissement.<br />'''Étymologie:''' [[τήκω]].
|btext=όνος (ἡ) :<br />consomption, dépérissement.<br />'''Étymologie:''' [[τήκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τηκεδών:''' όνος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[угасание]], [[увядание]], [[утрата сил]] Hom.;<br /><b class="num">2)</b> [[разложение]], [[гниение]] (σαρκός Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[таяние]] (τῶν πάγων Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τηκεδών:''' -όνος, ἡ (τήκομαι), [[τήξη]], [[φθορά]], [[παρακμή]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''τηκεδών:''' -όνος, ἡ (τήκομαι), [[τήξη]], [[φθορά]], [[παρακμή]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τηκεδών:''' όνος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[угасание]], [[увядание]], [[утрата сил]] Hom.;<br /><b class="num">2)</b> [[разложение]], [[гниение]] (σαρκός Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[таяние]] (τῶν πάγων Diod.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τηκεδών]], όνος, ἡ, [τήκομαι]<br />a [[melting]] [[away]]: a [[wasting]] [[away]], [[consumption]], [[decline]], Od.
|mdlsjtxt=[[τηκεδών]], όνος, ἡ, [τήκομαι]<br />a [[melting]] [[away]]: a [[wasting]] [[away]], [[consumption]], [[decline]], Od.
}}
}}

Revision as of 16:08, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηκεδών Medium diacritics: τηκεδών Low diacritics: τηκεδών Capitals: ΤΗΚΕΔΩΝ
Transliteration A: tēkedṓn Transliteration B: tēkedōn Transliteration C: tikedon Beta Code: thkedw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ, A melting, of snow, D.S.1.39. II wasting away, consumption, Od.11.201; τοῦ σκήνεος Aret.SD1.14; νούσων τακεδόνες (Dor. form) Supp.Epigr.2.615 (Teos, metr.); νόσῳ τηκεδόνι χρώμενος App.BC1.107. 2 a means for reducing one's weight, Hp.Mul.2.180. 3 putrefaction, σαρκὸς τακεδόνες Ti.Locr.102c, cf. Pl.Ti.82e; τ. πιμελῆς Gal.16.703.

German (Pape)

[Seite 1105] όνος, ἡ, das Schmelzen, Zerschmelzen des Schnees, D. Sic. 1, 39; das Verwesen, σαρκός, Tim. Locr. 102 c; vgl. Plat. Tim. 82 e; die Abzehrung, bes. als Krankheit, die Schwindsucht, οὔ τις οὖν μοι νοῦσος ἐπήλυθεν, ἥτε μάλιστα τηκεδόνι στυγερῇ μελέων ἐξείλετο θυμόν, Od. 11, 201; Sp., εὐνῆς, Agath. 7 (V, 289); auch ein zehrendes Mittel gegen das Fettwerden, Medic.

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
consomption, dépérissement.
Étymologie: τήκω.

Russian (Dvoretsky)

τηκεδών: όνος ἡ
1) угасание, увядание, утрата сил Hom.;
2) разложение, гниение (σαρκός Plat.);
3) таяние (τῶν πάγων Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

τηκεδών: -όνος, ἡ, τῆξις, ἐπὶ χιόνος, Διόδ. 1. 39. ΙΙ. τὸ τήκεσθαι, φθίνειν, φθίσις, Ὀδ. Λ. 201· νόσῳ τηκεδόνι χρώμενος Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 107. 2) μέσον πρὸς ἴσχνανσιν’ Ἱππ. 665. 39· σαρκὸς τακεδόνες Τίμ. Λοκρ. 102C, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 82Ε.

English (Autenrieth)

όνος: melting, wasting away, decline, Od. 11.201†.

Greek Monolingual

-όνος, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. τακεδών Α
(για χιόνι) τήξη, λειώσιμο («διαλυομένων ὑπὸ τῆς θερμασίας τῶν πάγων, πολλὴν τηκεδόνα γίνεσθαι», Διόδ.)
αρχ.
1. μαρασμός, βαθμιαία, συνεχής φθορά του σώματος («οὔτε τις οὖν μοι νοῦσος ἐπήλυθεν, ἥτε μάλιστα τηκεδόνι στυγερῇ μελέων ἐξείλετο θυμόν», Ομ. Οδ.)
2. σήψη στον οργανισμό («τροπαὶ αἵματος ἤ σαρκὸς τακεδόνες», Τίμ. Λοκρ.)
3. μέσο για αδυνάτισμα, για μείωση του πάχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από το θ. του ρ. τήκω με επίθημα -ε-δών (πρβλ. σηπ-ε-δών)].

Greek Monotonic

τηκεδών: -όνος, ἡ (τήκομαι), τήξη, φθορά, παρακμή, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

τηκεδών, όνος, ἡ, [τήκομαι]
a melting away: a wasting away, consumption, decline, Od.