χειρουργός: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br /><b>I.</b> qui travaille <i>ou</i> agit de ses mains;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> qui s'adonne à la pratique de : [[περί]] [[τι]], à la pratique d'un art, d'un métier ; <i>abs.</i> [[οἱ]] χειρουργοί, les artistes;<br /><b>2</b> opérateur, chirurgien.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], [[ἔργον]]. | |btext=ός, όν :<br /><b>I.</b> qui travaille <i>ou</i> agit de ses mains;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> qui s'adonne à la pratique de : [[περί]] [[τι]], à la pratique d'un art, d'un métier ; <i>abs.</i> [[οἱ]] χειρουργοί, les artistes;<br /><b>2</b> opérateur, chirurgien.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], [[ἔργον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χειρουργός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[исполнитель приговора]] ([[φύλαξ]] καὶ χ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[хирург]] Plut., Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χειρουργός:''' -όν (*[[ἔργω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κάνει [[κάτι]] με το [[χέρι]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[χειρουργός]], <i>ὁ</i>, [[γιατρός]] που κάνει εγχειρήσεις, [[χειρουργός]], σε Πλούτ., Ανθ. | |lsmtext='''χειρουργός:''' -όν (*[[ἔργω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κάνει [[κάτι]] με το [[χέρι]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[χειρουργός]], <i>ὁ</i>, [[γιατρός]] που κάνει εγχειρήσεις, [[χειρουργός]], σε Πλούτ., Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=χειρ-ουργός, όν [*[[ἔργω]]<br /><b class="num">I.</b> doing by [[hand]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> [[χειρουργός]], οῦ, a chirurgeon, [[surgeon]], Plut., Anth. | |mdlsjtxt=χειρ-ουργός, όν [*[[ἔργω]]<br /><b class="num">I.</b> doing by [[hand]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> [[χειρουργός]], οῦ, a chirurgeon, [[surgeon]], Plut., Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:50, 3 October 2022
English (LSJ)
όν, A working or doing by hand, Plu.2.564e: practising a handicraft or art, περὶ γραφικήν Ael.NA17.9; οἱ χ. artificers, artists, Id.VH14.47, etc.; also χ. τέχναι Lib.Or.25.36. II χειρουργός, ὁ, surgeon, Plu.2.486c, Ptol.Tetr.180, Gal.10.455, Artem.4.2, AP11.280 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 1347] mit der Hand arbeitend, verrichtend, ein Handwerk oder eine Kunst praktisch betreibend, χειρουργὸς τῆς μουσικῆς, γραφικῆς u. vgl., ausübender Künstler in der Musik, Malerei u. s. w., Sp. – Bes. aber ist χειρουργός der mit der Hand wirkende Arzt, der Chirurg, Sp., Pallad. 51 (XI, 280). – In obscönem Sinne D. L. 6, 46.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
I. qui travaille ou agit de ses mains;
II. particul. :
1 qui s'adonne à la pratique de : περί τι, à la pratique d'un art, d'un métier ; abs. οἱ χειρουργοί, les artistes;
2 opérateur, chirurgien.
Étymologie: χείρ, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
χειρουργός: ὁ
1) исполнитель приговора (φύλαξ καὶ χ. Plut.);
2) хирург Plut., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
χειρουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος ἢ πράττων τι διὰ τῶν χειρῶν, Πλούτ. 2. 564Ε· ὁ ἐξασκῶν χειρωνακτικόν τι ἐπάγγελμα ἢ τέχνην, περὶ γραφικὴν Αἰλιαν. π. Ζῴων 17. 9· οἱ χ., τεχνῖται ὁ αὐτ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 14. 47, κλπ. ΙΙ. χειρουργός, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐκτελῶν ἐγχειρήσεις ἰατρός, Πλούτ. 2. 486C, Ἀνθ. Παλατ. 11. 280. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 385.
Greek Monolingual
ο, η / χειρουργός, -όν, ΝΜΑ, και κν. τ. χειρούργος Ν
γιατρός που κάνει χειρουργικές επεμβάσεις
αρχ.
αυτός που ασκεί μια τέχνη, που κατασκευάζει ή διακοσμεί κάτι με τα χέρια του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χειρουργός < χειρ(ο)- + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός. Ο νεοελλ. τ. χειρούργος < χειρουργός με αναβιβασμό του τόνου, κατά τα κακούργος, πανούργος].
Greek Monotonic
χειρουργός: -όν (*ἔργω)·
I. αυτός που κάνει κάτι με το χέρι, σε Πλούτ.
II. χειρουργός, ὁ, γιατρός που κάνει εγχειρήσεις, χειρουργός, σε Πλούτ., Ανθ.
Middle Liddell
χειρ-ουργός, όν [*ἔργω
I. doing by hand, Plut.
II. χειρουργός, οῦ, a chirurgeon, surgeon, Plut., Anth.