ἀπισχυρίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=s'opposer fortement à, tenir ferme, ne pas céder.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], ἰσχυρίζομαι.
|btext=s'opposer fortement à, tenir ferme, ne pas céder.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], ἰσχυρίζομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπισχῡρίζομαι:''' [[оказывать сильное сопротивление]], [[решительно противиться]] (Thuc.; πρός τι и πρός τινα Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπισχῡρίζομαι:''' Αττ. μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ., [[εναντιώνομαι]] με [[επιμονή]], [[αρνούμαι]] [[ευθέως]], [[πρός]] τινα, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀπισχῡρίζομαι:''' Αττ. μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ., [[εναντιώνομαι]] με [[επιμονή]], [[αρνούμαι]] [[ευθέως]], [[πρός]] τινα, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπισχῡρίζομαι:''' [[оказывать сильное сопротивление]], [[решительно противиться]] (Thuc.; πρός τι и πρός τινα Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep. to set [[oneself]] to [[oppose]] [[firmly]], [[give]] a [[flat]] [[denial]], πρός τινα Thuc.
|mdlsjtxt=<br />Dep. to set [[oneself]] to [[oppose]] [[firmly]], [[give]] a [[flat]] [[denial]], πρός τινα Thuc.
}}
}}

Revision as of 18:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπισχῡρίζομαι Medium diacritics: ἀπισχυρίζομαι Low diacritics: απισχυρίζομαι Capitals: ΑΠΙΣΧΥΡΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: apischyrízomai Transliteration B: apischyrizomai Transliteration C: apischyrizomai Beta Code: a)pisxuri/zomai

English (LSJ)

A oppose firmly, give a flat denial, πρός τινα Th.1.140, cf. Plu.Per.31; πρὸς τὰς ἡδονάς Id.Agis 4,al.; hold out against, πρὸς δίψος Them.Or.11.149c. II set oneself to affirm, maintain a thing, ib.28.342c, Eust.1278.53, etc. III cling firmly, of the λεπάς, Sch.Ar.Pl.1096.

Spanish (DGE)

I oponerse resueltamente abs. Th.1.140, Plu.2.81a, Eust.1278.53
c. prep. πρὸς τὰς ἡδονάς Plu.Agis 4, πρὸς τοὺς ἄλλους Them.Or.28.342c
resistir, aguantar πρὸς δίψος Them.Or.11.149c.
II 1aferrarse firmemente κατὰ τὸ βέλτιστον Plu.Per.31.
2 fig. mantener, asegurar c. inf. οἱ δὲ ἄντικρυς μὴ ποιήσειν ἀπεῖπον, κρεῖσσον ἀπισχυρισάμενοι εἶναι ... se opusieron absolutamente a que hiciera eso, manteniendo con firmeza que era mejor ... Procop.Goth.4.27.24, cf. D.C.38.7.1.

German (Pape)

[Seite 292] 1) dep. med., sich standhaft weigern, verweigern, Thuc. 1, 140, Ggstz συγχωρεῖν; Plut. πρός τινα Oth. 16. – 2) sich fest an etwas halten, τι νός, Sp.

French (Bailly abrégé)

s'opposer fortement à, tenir ferme, ne pas céder.
Étymologie: ἀπό, ἰσχυρίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπισχῡρίζομαι: оказывать сильное сопротивление, решительно противиться (Thuc.; πρός τι и πρός τινα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπισχῡρίζομαι: ἀποθ., ἐπιμόνως ἐναντιοῦμαι, ἄντικρυς ἀρνοῦμαι, οἷς εἰ ξυγχωρήσετε. καὶ ἄλλο τι μεῖζον εὐθὺς ἐπιταχθήσεσθε..., ἀπισχυρισάμενοι δὲ σαφὲς ἂν καταστήσαιτε αὐτοῖς Θουκ. 1. 140· πρὸς τὰς ἡδονὰς Πλουτ. Ἆγις 4, κ. ἀλλ. ΙΙ. διισχυρίζομαι, ἐπιμένω, Εὐστ. 1278. 23, κτλ., Συνέσ. 167D· ἀναγινώσκεται δὲ ὑπὸ Δινδ. ἐν Σχολ. Ἀριστοφ. Πλ. 1097 ἀντὶ ἐπισχυρίζομαι: ― Ἐπίρρ., ἀπισχυριστικῶς, θετικῶς, διαρρήδην, Εὐστ. 1861. 41.

Greek Monolingual

ἀπισχυρίζομαι (AM)
μσν.
υποστηρίζω, ισχυρίζομαι
αρχ.
επίμονα αντιτίθεμαι.

Greek Monotonic

ἀπισχῡρίζομαι: Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, αποθ., εναντιώνομαι με επιμονή, αρνούμαι ευθέως, πρός τινα, σε Θουκ.

Middle Liddell


Dep. to set oneself to oppose firmly, give a flat denial, πρός τινα Thuc.