ἐκκαρπόομαι: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> ἐκκαρπώσομαι;<br />tirer profit de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[καρπόω]]. | |btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> ἐκκαρπώσομαι;<br />tirer profit de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[καρπόω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκκαρπόομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[производить]] (плод), рождать (παῖδας Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[пользоваться плодами]], [[извлекать пользу]]: ἀμφοτέροις ἔνσπονδοι ὄντες ἐκκαρπωσάμενοι Thuc. заключив мир с обеими сторонами, (аргивяне) оказались в выгодном положении;<br /><b class="num">3)</b> [[обирать]], [[эксплуатировать]] (πολὺν χρόνον τινά Dem.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκκαρπόομαι:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> Μέσ., [[απολαμβάνω]] τον καρπό κάποιου πράγματος, <i>ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐκκ</i>., [[αποκτώ]] [[παιδιά]] από κάποια [[άλλη]] σύζυγο, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποκομίζω]], [[αντλώ]] όφελος από την ύπαρξη πράγματος, με μτχ., σε Θουκ. | |lsmtext='''ἐκκαρπόομαι:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> Μέσ., [[απολαμβάνω]] τον καρπό κάποιου πράγματος, <i>ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐκκ</i>., [[αποκτώ]] [[παιδιά]] από κάποια [[άλλη]] σύζυγο, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποκομίζω]], [[αντλώ]] όφελος από την ύπαρξη πράγματος, με μτχ., σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ώσομαι<br /><b class="num">I.</b> Mid. to [[enjoy]] the [[fruit]] of, ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐκκ. to [[have]] children by [[another]] [[wife]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> to [[derive]] [[advantage]] from [[being]], c. [[part]]., Thuc. | |mdlsjtxt=fut. ώσομαι<br /><b class="num">I.</b> Mid. to [[enjoy]] the [[fruit]] of, ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐκκ. to [[have]] children by [[another]] [[wife]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> to [[derive]] [[advantage]] from [[being]], c. [[part]]., Thuc. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 3 October 2022
English (LSJ)
Med., A gather or enjoy the fruit of, ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐ. to have children by another wife, E. Ion815; ἐ. φιλίαν D.C.37.56. II enjoy the fruit of a thing, c. part., ἀμφοτέροις ἔνσπονδοι ὄντες ἐκκαρπώσασθαι Th.5.28; ἐ. τινάς exhaust them, drain them dry, D.24.2.
Spanish (DGE)
I tr.
1 recoger el fruto, recolectar, cosechar fig. ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐκκαρπούμενος E.Io 815, ἀντὶ τῶν ἐκ γῆς καρπῶν ... ἐκκαρποῦσθαι ... καρποὺς αἰωνίους Them.Or.8.115b
•fig. disfrutar de, beneficiarse de τὴν κρατίστην νῆσον D.S.34/35.2.26, cf. Aristid.Or.26.43, τὰ Χαλύβων ... μέταλλα Lib.Or.59.68, τὴν ἑκατέρου φιλίαν D.C.37.56.4, τὴν ἡσυχίαν Them.Or.10.135b, τοῦ νέου τὴν δύναμιν Gr.Nyss.Mart.1a.139.7
•c. ac. de pers., peyor. aprovecharse de τῶν ... ὑμᾶς τινες ἐκκεκαρπωμένων algunos de los que se han estado aprovechando de vosotros D.24.2, τὸ μειράκιον ἐκκαρποῦσθαι παρέχοντα αὐτῷ νεῦμα εὔνουν Philostr.VS 541
•abusar de καὶ τὰς γυναῖκας ... τούς τε παῖδας D.C.59.28.9.
2 esquilmar c. instrum. δυοῖν εἴδεσι λημμάτων ... τὴν πόλιν Lib.Or.31.20.
II intr., fig. sacar provecho de c. part. pred. ἀμφοτέροις δὲ μᾶλλον ἔνσπονδοι ὄντες ἐκκαρπωσάμενοι habiendo sacado provecho especialmente de tener una tregua con ambos Th.5.28.
German (Pape)
[Seite 762] med., 1) Früchte für sich wovon einsammeln, ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐκκαρπούμενος Eur. Ion 815; übertr., φιλίαν D. Cass. 37, 56. – 2) durch zu starke Benutzung erschöpfen, aussaugen; Thuc. 5, 28; Dem. vrbdt τῶν ὑμᾶς ἐκκεκαρπωμένων καὶ πολλὰ τῶν ὑμετέρων διηρπακότων, 24, 2.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
f. ἐκκαρπώσομαι;
tirer profit de.
Étymologie: ἐκ, καρπόω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκαρπόομαι:
1) производить (плод), рождать (παῖδας Eur.);
2) пользоваться плодами, извлекать пользу: ἀμφοτέροις ἔνσπονδοι ὄντες ἐκκαρπωσάμενοι Thuc. заключив мир с обеими сторонами, (аргивяне) оказались в выгодном положении;
3) обирать, эксплуатировать (πολὺν χρόνον τινά Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκαρπόομαι: συνάγω τοὺς καρποὺς ἢ ἀπολαύω τῶν καρπῶν τινος, ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐκκαρπούμενος, ποιητ. ἀντὶ ἐκτεκνούμενος, Εὐρ. Ἴων 815, πρβλ. καὶ 438· ἐκκ. φιλίαν Δίων Κ. 37. 56. ΙΙ. ἀπολαύω τῶν καρπῶν τινος, μετὰ γεν., ἔνσπονδοι ὄντες ἐκκαρπώσασθαι Θουκ. 5. 28· ἐκκ. τινα, ἐξαντλεῖν τινα, ἀποξηραίνειν, Δημ. 700. 19.
Greek Monotonic
ἐκκαρπόομαι: μέλ. -ώσομαι·
I. Μέσ., απολαμβάνω τον καρπό κάποιου πράγματος, ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐκκ., αποκτώ παιδιά από κάποια άλλη σύζυγο, σε Ευρ.
II. αποκομίζω, αντλώ όφελος από την ύπαρξη πράγματος, με μτχ., σε Θουκ.
Middle Liddell
fut. ώσομαι
I. Mid. to enjoy the fruit of, ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐκκ. to have children by another wife, Eur.
II. to derive advantage from being, c. part., Thuc.