ἐπείσακτος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> importé, amené du dehors;<br /><b>2</b> étranger.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπεισάγω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> importé, amené du dehors;<br /><b>2</b> étranger.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπεισάγω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπείσακτος:''' Eur., Plat. etc. = [[ἐπεισαγώγιμος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπείσακτος:''' -ον, αυτός που εισήχθη [[επιπλέον]]· αυτός που εισάγεται από έξω, εισαγόμενος, [[αλλοδαπός]], [[ξένος]], σε Ευρ., Δημ. | |lsmtext='''ἐπείσακτος:''' -ον, αυτός που εισήχθη [[επιπλέον]]· αυτός που εισάγεται από έξω, εισαγόμενος, [[αλλοδαπός]], [[ξένος]], σε Ευρ., Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 19:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A brought in from outside, opp. οἰκεῖος, [Ἔρως] διὰ τῶν ὀμμάτων Pl.Cra.420b; alien, opp. αὐτόχθων, E.Ion 590; σῖτος D.18.87, 20.31; τροφή Hdn.8.5.4, cf. Ostr.757.4 (ii B.C.); ἡδονή Arist.EN 1169b26; κακόν Com.Adesp.110.5; γάμοι J.AJ8.7.5; βασιλεύς Hdn. 1.5.5; θύραθεν ἐ., opp. φύσει ὑπάρχον, Arist.PA659b19; εἰ ἐπείσακτον τὸ τῆς ἀρετῆς ἦν, καὶ μηδὲν αὐτοῦ φύσει ἡμῖν μετῆν Muson.Fr.2p.6H.: fem. [ἐπει] σάνκτην (sic) is prob. l. in SIG1231 (Nicomedia). 2 capable of import, Aristid.Or.36(48).17,18.
German (Pape)
[Seite 911] noch dazu eingeführt, eingebracht; σῖτος Dem. Lept. 31; τροφή Hdn. 8, 5. – Daher fremdartig, angenommen, Ggstz οἰκεῖος, Plat. Crat. 420 b; γένος, im Ggstz von αὐτόχθονες, Eur. Ion 590; von τὰ πάτρια, Ath. V, 274 c; ἡδονή Arist. Eth. 9, 9; οἰκέται Plut. T. Graech. 8; a. Sp., auch im adv.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 importé, amené du dehors;
2 étranger.
Étymologie: ἐπεισάγω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπείσακτος: Eur., Plat. etc. = ἐπεισαγώγιμος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπείσακτος: -ον, ὡς τὸ ἐπακτός, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ οἰκεῖος, ἔρως δέ, ὅτι ἐσρεῖ ἔξωθεν καὶ οὐκ οἰκεία ἐστὶν ἡ ῥοὴ αὕτη τῷ ἔχοντι, ἀλλ’ ἐπείσακτος διὰ τῶν ὀμμάτων Πλάτ. Κρατ. 420Β. ΙΙ. ὁ ἔξωθεν, ἐκ τῆς ἀλλοδαπῆς εἰσαγόμενος, ἀλλότριος, ξένος, ἀντίθετον τῷ αὐτόχθων, εἶναί φασι τὰς αὐτόχθονας Ἀθήνας οὐκ ἐπείσακτον γένος Εὐρ. Ἴων 590· σῖτος Δημ. 254. 10., 466. 21· ἡδονὴ Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 9, 4· κακὸν Κωμ. Ἀνώνυμ. 50. 5· θύραθεν ἐπ., ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ φύσει ὑπάρχον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 16, 11· ― θηλ. ἐπεισάκτη εἶναι πιθανὴ γραφὴ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3777. 9. ― Ἐν Ἰουστινιαν. Νεαραῖς 123, 29, τὸ ἐπείσακτος, ον, = συνείσακτος, ον. ― Ἐπίρρ. ἐπεισάκτως, αὐτὸς μὲν φύσει τοῦτο ἔχει, ἡμεῖς δ’ ἐπεισάκτως Ἰω. Χρυσ. τ. 4. σ. 265, 32.
Greek Monolingual
ἐπείσακτος, -ον (Α) επεισάγω
1. αυτός που εισάγεται ή προέρχεται απ' έξω, από άλλη χώρα
(«ἐπείσακτος σῑτος»
«εἶναί φασι τὰς Ἀθήνας αὐτόχθονας οὐκ ἐπείσακτον γένος», Ευρ.)
2. αυτός που εισέρχεται από τον εξωτερικό κόσμο, που δεν προέρχεται από μέσα μας («ἔρως ἐπείσακτος διὰ τῶν ὀμμάτων», Πλάτ.)
3. εκείνος που προέρχεται από πνευματικό δεσμό, από τη χάρη του θεού.
ἐπεισακτός, -ή, -όν (Μ)
φρ. «ἐπεισακτὸν κέρδος» — τόκος.
Greek Monotonic
ἐπείσακτος: -ον, αυτός που εισήχθη επιπλέον· αυτός που εισάγεται από έξω, εισαγόμενος, αλλοδαπός, ξένος, σε Ευρ., Δημ.
Middle Liddell
ἐπ-είσακτος, ον
brought in besides: brought in from abroad, imported, alien, foreign, Eur., Dem.