ἐφιζάνω: Difference between revisions
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. impf.</i> ἐφίζανον;<br /><i>c.</i> [[ἐφίζω]]. | |btext=<i>seul. impf.</i> ἐφίζανον;<br /><i>c.</i> [[ἐφίζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐφιζάνω:''' (только impf. ἐφίζανον) садиться, усаживаться (δείπνῳ, αἰθούσῃσιν Hom.): οὐδ᾽ [[αὐτῷ]] [[ὕπνος]] ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανε Hom. сон не спускался на его вежды. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐφιζάνω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[κάθομαι]] πάνω σε ή μέσα σ' ένα [[μέρος]], [[κατακαθίζω]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὕπνος]] ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανεν, ο ύπνος κάθησε πάνω στα βλέφαρα, στο ίδ. | |lsmtext='''ἐφιζάνω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[κάθομαι]] πάνω σε ή μέσα σ' ένα [[μέρος]], [[κατακαθίζω]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὕπνος]] ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανεν, ο ύπνος κάθησε πάνω στα βλέφαρα, στο ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=only in pres. and imperf.]<br />to sit at or in a [[place]], c. dat., Il.; [[ὕπνος]] ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανεν [[sleep]] [[sate]] [[upon]], Il. | |mdlsjtxt=only in pres. and imperf.]<br />to sit at or in a [[place]], c. dat., Il.; [[ὕπνος]] ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανεν [[sleep]] [[sate]] [[upon]], Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 3 October 2022
English (LSJ)
Acol. impf. ἐπίσδανον Alc.Supp.28.7:—Hom. only in Il., always in impf., sit at or in, δείπνῳ, αἰθούσῃσιν, 10.578, v.l. in 20.11; sit upon, ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανεν 10.26; νώτοισιν ἐφίζανε Mosch.2.108: c. acc., θῶκον A.R.1.667: later also in prcs., χείλεσι ἀφρὸς ἐ. Aret.SA2.12; ἐ. τις ὥρα καὶ ῥυτίδι πρώτῃ Philostr.Im.2.1, cf. Porph.Antr.19, abs . . form a deposit, Dsc.5.75.
German (Pape)
[Seite 1118] (s. ἱζάνω), sich dabei, daneben setzen; αἰθούσῃσιν ἐφίζανον Il. 20, 11, in den Hallen; δείπνῳ ἐφιζανέτην, beim Mahle, 10, 578; ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανε, setzte sich darauf, 10, 26; νώτοισιν Mosch. 2, 108; a. sp. D.; auch c. acc., θῶκον Ap. Rh. 1, 667. – In Prosa erst Sp., wie Philostr.
French (Bailly abrégé)
seul. impf. ἐφίζανον;
c. ἐφίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐφιζάνω: (только impf. ἐφίζανον) садиться, усаживаться (δείπνῳ, αἰθούσῃσιν Hom.): οὐδ᾽ αὐτῷ ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανε Hom. сон не спускался на его вежды.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφιζάνω: Ὅμηρ. μόνον ἐν Ἰλ. καὶ ἀείποτε κατὰ παρατ., κάθημαι εἰς, τὼ δὲ λοεσσαμένω... δείπνῳ ἐφιζανέτην Κ. 578: ― ἐπικάθημαι, ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανεν Κ. 26· νώτοισιν ἐφίζανε Μόσχ. 2. 108· μετ᾿ αἰτ., θῶκον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 667: ― ἀκολούθως ὡσαύτως κατ᾿ ἐνεστ., Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Νούσ. 2. 12, Φιλόστορ. 810.
English (Autenrieth)
sit upon or at; δείπνῳ, Il. 10.578; met., ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν, Il. 10.26.
Greek Monolingual
ἐφιζάνω (ΑΜ)
κάθομαι μέσα ή πάνω σε κάτι
μσν.
τοποθετώ, εγκαθιστώ
αρχ.
1. σχηματίζω ίζημα
2. (για έντομο) εγκαθίσταμαι, βυθίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱζάνω «κάθομαι»].
Greek Monotonic
ἐφιζάνω: μόνο σε ενεστ. και παρατ., κάθομαι πάνω σε ή μέσα σ' ένα μέρος, κατακαθίζω, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανεν, ο ύπνος κάθησε πάνω στα βλέφαρα, στο ίδ.
Middle Liddell
only in pres. and imperf.]
to sit at or in a place, c. dat., Il.; ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανεν sleep sate upon, Il.