περιπευκής: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=περιπευκής -ές [περί, πεύκη] zeer pijnlijk. | |elnltext=περιπευκής -ές [περί, πεύκη] [[zeer pijnlijk]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:49, 29 November 2022
English (LSJ)
ές, (πεύκη) very sharp, keen, or painful, βέλος Il.11.845.
German (Pape)
[Seite 587] ές, sehr herb, schmerzhaft, βέλος, Il. 11, 845.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très amer, qui cause une grande douleur.
Étymologie: περί, πεύκη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιπευκής -ές [περί, πεύκη] zeer pijnlijk.
Russian (Dvoretsky)
περιπευκής: больно ранящий, причиняющий мучение (βέλος Hom.).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ές, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που είναι υπερβολικά πικρός
2. ο εξαιρετικά οξύς, αιχμηρός, κοφτερός
3. μτφ. αυτός που είναι εξαιρετικά οδυνηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πευκής (< πεύκη), πρβλ. εχε-πευκής].
Greek Monotonic
περιπευκής: -ές (πεύκη), πολύ απότομος, οξύς ή αυτός που προξενεί πόνο, οδυνηρός, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
περιπευκής: -ές, (πεύκη) ὁ πάνυ πικρός, ὁ προξενῶν πόνους μεγάλους, ὀξὺ βέλος περιπευκὲς Ἰλ. Λ. 845· πρβλ. ἐχεπευκής. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπευκές· περισσῶς πικρόν, διὰ τὸ χρίεσθαι. πικρὰ γὰρ ἡ πεύκη».