πρόσταγμα: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
(CSV import)
Line 36: Line 36:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[command]]
|woodrun=[[command]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[προστάττω]] → πρός + [[τάσσω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Revision as of 15:55, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσταγμα Medium diacritics: πρόσταγμα Low diacritics: πρόσταγμα Capitals: ΠΡΟΣΤΑΓΜΑ
Transliteration A: próstagma Transliteration B: prostagma Transliteration C: prostagma Beta Code: pro/stagma

English (LSJ)

ατος, Dor. ποτίταγμα SIG569.28 (Cos, iii B.C.): τό: (προστάσσω):—A ordinance, command, Pl.R.423c, al., Isoc.4.176, etc.; ἐκ προστάγματος D.17. 16; κατὰ πρόσταγμα D.S.14.41, cf. OGI225.37 (Didyma, iii B.C.), PEnteux.6.11, al. (iii B.C.), PTeb.5.206 (ii B.C., pl.), UPZ112 i 7 (ii B.C., pl.), etc.; κατὰ τὸ π. τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν by his prescription, Arist.EN1119b13, cf. PCair.Zen.426.7 (iii B.C.), Ael.VH9.23; = Lat. edictum, OGI665.3 (Egypt, i A.D.), etc. 2 order to pay or deliver, PCair.Zen.8.3, 375.8 (iii B.C.). II military command, as division of the army, ὑπηρέτης προστάγματος PRein.15.30 (ii B.C.), unless an error for τάγματος.

German (Pape)

[Seite 780] τό, Anordnung, Befehl; τοῦτο ἄλλο πρόσταγμα τοῖς φύλαξι προστάξομεν, Plat. Rep. IV, 423 c, u. öfter, Isocr. 4, 176; Dem. u. Folgde, wie Pol. 1, 31, 7.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ordre, commandement.
Étymologie: προστάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσταγμα -ατος, τό [προστάσσω] bevel, opdracht:. κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν leven volgens het voorschrift van de pedagoog Aristot. EN 1119b14; ἐκ προστάγματος op bevel Luc. 42.18.

Russian (Dvoretsky)

πρόσταγμα: ατος τό (по)веление, приказание, предписание Isocr., Plat., Dem., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσταγμα: τό, (προστάσσω) ὡς καὶ νῦν, προσταγή, Πλάτ. Πολ. 423C κ. ἀλλ., Ἰσοκρ. 77D, κτλ.· ἐκ προστάγματος Δημ. 216. 11· κατὰ πρόσταγμα Διόδ. 14. 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 2301, 2305· κατὰ τὸ πρ. τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν, κατὰ τὰς ὁδηγίας καὶ διατάξεις αὐτοῦ, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 12, 8, πρβλ. Αἰλ. Ποιητ. Ἱστ. 9. 23.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίταγμα Α προστάσσω
το αποτέλεσμα του προστάζω, προσταγή («οὐκοῦν καὶ τοῦτο αὖ ἄλλο πρόσταγμα τοῖς φύλαξι προστάζομεν», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. «έχω το πρόσταγμα»
α) στρ. έχω τη διοίκηση στρατευμάτων σε επίσημη τελετή
β) μτφ. έχω την αρχηγία, κάνω κουμάντο
αρχ.
1. διάταξη, οδηγία («κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν», Αριστοτ.)
2. εντολή πληρωμής ή απαλλαγής, ένταλμα
3. αυτοκρατορικό έδικτο, διάταγμα
4. πιθ. (ως διαίρεση του στρατού) στρατιωτική διοίκηση
5. (φιλοσ.) αρχή, ηθικός κανόνας
6. φρ. α) «ἐκ προστάγματος» και «κατὰ πρόσταγμα» — κατόπιν διαταγής, ύστερα από προσταγή.

Greek Monotonic

πρόσταγμα: -ατος, τό (προστάσσω), προσταγή, διαταγή, σε Πλάτ. κ.λπ.· ἐκ προστάγματος, σε Δημ.

Middle Liddell

πρόσταγμα, ατος, τό, προστάσσω
an ordinance, command, Plat., etc.; ἐκ προστάγματος Dem.

English (Woodhouse)

command

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό προστάττω → πρός + τάσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.