προκατεργάζομαι: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.</i> προκατειργάσθην, <i>pf.</i> προκατείργασμαι;<br />être accompli auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κατεργάζομαι]]. | |btext=<i>ao.</i> προκατειργάσθην, <i>pf.</i> προκατείργασμαι;<br />[[être accompli auparavant]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κατεργάζομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:00, 9 January 2023
English (LSJ)
A subdue first, τινα D.C.43.4. 2 prepare beforehand, Thphr.CP3.20.8, al.; work up beforehand, τὸ ψυχικὸν πνεῦμα Gal.UP8.10; do or perform beforehand, χρήσιμον π. ἔργον D.S.30.8:—pf. Pass., Id.4.17; to be prepared, J.AJ19.1.14, Plu.Comp. Demetr.Ant.1: aor. προκατειργάσθην only in pass. sense, ταῖς -ασθείσαις πράξεσι already performed, D.S.1.53; -ασθεὶς τῇ μάχῃ worn out, exhausted, Paus.6.6.5; of food, digested, Gal.1.655.
German (Pape)
[Seite 729] dep. med., vorher verrichten, D. Cass. oft; προκατειργασμένα, pass., Plut. Demetr. et Ant. 1.
French (Bailly abrégé)
ao. προκατειργάσθην, pf. προκατείργασμαι;
être accompli auparavant.
Étymologie: πρό, κατεργάζομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-κατεργάζομαι voorbereiden.
Russian (Dvoretsky)
προκατεργάζομαι: ранее совершать: πατρῷα καὶ προκατειργασμένα Plut. наследие, целиком полученное от отца, т. е. совершенно готовое.
Greek (Liddell-Scott)
προκατεργάζομαι: ἀποθ., κατεργάζομαι ἢ τελειώνω ἐκ τῶν προτέρων, Γαλην.· ― ὁ πρκμ. προκατείργασμαι εἶναι ἐνίοτε ἐν χρήσει ἐπὶ ἐνεργ. σημασίας, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 1, 14· ἐνίοτε ἐπὶ παθητικῆς, Διόδ. 4. 17, Πλουτ. Δημητρ. καὶ Ἀντων. Σύγκρισις 1· ὁ ἀόρ. προκατειργάσθην μόνον ἐπὶ παθ. σημασίας, Διόδ. 1. 53, Παυσ. 6. 6, 5.
Greek Monolingual
Α κατεργάζομαι
1. ετοιμάζω εκ τών προτέρων, προπαρασκευάζω
2. επεξεργάζομαι, καλλιεργώ εκ τών προτέρων («τὸ ψυχικὸν πνεῦμα προκατεργάζεσθαι», Γαλ.)
3. πραγματοποιώ, εκτελώ κάτι εντελώς εκ τών προτέρων («χρήσιμον προκατεργάζεσθαι ἔργον», Διοδ.)
4. καταβάλλω προηγουμένως
5. υποτάσσω, υποδουλώνω προηγουμένως
6. (με παθ. σημ.) α) κατατρίβομαι, εξαντλούμαι προηγουμένως
β) (για τροφή) χωνεύομαι.