σεβάσμιος: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σεβάσμιος -ον [σεβασμός] eerbiedwaardig.
|elnltext=σεβάσμιος -ον [σεβασμός] [[eerbiedwaardig]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:52, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεβάσμιος Medium diacritics: σεβάσμιος Low diacritics: σεβάσμιος Capitals: ΣΕΒΑΣΜΙΟΣ
Transliteration A: sebásmios Transliteration B: sebasmios Transliteration C: sevasmios Beta Code: seba/smios

English (LSJ)

ον, Vett.Val. 242.26, also ος, α, ον ib. 14, Hdn. 7.5.3; (< σέβας): — reverend, venerable, august, Plu. 2.764b, Luc. Am. 19, etc.; τὸ σ. Orph. H. 27.10; τὸ πρὸς θεοὺς σ. reverence for…, Hdn. 2.10.2. Adv. -ίως Ptol.Ascal. p. 395 H. as epithet of the Roman Emperor, = Σεβαστός, Augustus, SIG 834.6 (Sup., ii AD), Hdn. 2.3.3 (v.l. σεβαστόν) οἱ Σεβασμιώτατοι Καίσαρες CPR 37.15 (iii AD); σ. ὅρκος, oath taken by the genius of the Emperor, PSI 1.40.19 (ii AD), etc. Σεβάσμια, τά, games in honour of the Emperor, IG 3.129 (iii AD, in form Σεβάσμεια, but perhaps rather Σεβασμεῖα, contr. from 'Σεβασμιεῖα); also on coins, Head Hist. Num. 2717, 784.

German (Pape)

[Seite 867] auch zweier Endgn, verehrungswürdig, ehrwürdig, ὀνόματα Luc. amor. 19, u. a. Sp.; dah. auch heilig, göttlich, Plut. amator. 19; bei Hdn. wie σεβαστός für augustus; auch τὸ σεβάσμιον, = σέβασις, id. 2, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne de vénération, vénérable ; saint, auguste.
Étymologie: σεβασμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεβάσμιος -ον [σεβασμός] eerbiedwaardig.

Russian (Dvoretsky)

σεβάσμιος: достойный почитания, священный (Ἀφροδίτη Plat.; ὀνόματα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

σεβάσμιος: -ον, παρ’ Ἡρῳδιαν. καὶ Βυζ. ὡσαύτως ος, α, ον· (σέβας)· - σεβαστός, ἄξιος σεβασμοῦ, ἐπιβάλλων σεβασμόν, Πλούτ. 2. 764Β, Λουκ. Ἔρωτ. 19, κτλ.· τὸ σεβάσμιον Ὀρφ. Ὕμν. 27. 10· - τὸ πρὸς θεοὺς σεβ., σέβας πρὸς ..., Ἡρῳδιαν. 2. 10· - Ἐπίρρ., -ίως, Κλήμ. Ἀλ. 439, κτλ. ΙΙ. ὡς ἐπίκλησις ἢ ἐπώνυμον, οἷον Σεβαστός, τὸ Ρωμαϊκὸν Augustus, ὁ αὐτοκράτωρ τῶν Ρωμαίων, Ἡρῳδιαν. 2. 3, πρβλ. 2. 8, κτλ. 2) Σεβάσμια, τά, ἀγῶνες εἰς τιμὴν τοῦ αὐτοκράτορος, Eckh. d. Num. 4. 436· πρβλ. Σεβαστεῖον ΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σεβάσμιον· τιμητικόν· προσκυνητόν».

Greek Monolingual

-α, -ο / σεβάσμιος, -ία, -ον, ΝΑ, τ. ουδ. πληθ. σεβάσμεια και σεβασμεῖα Α σεβασμός
άξιος σεβασμού, σεβαστόςσεβάσμιος γέροντας»)
νεοελλ.
προσφώνηση του προϊσταμένου τεκτονικής στοάς
αρχ.
1. (ως επίκληση ή επώνυμο Ρωμαίων αυτοκρατόρων) ο Σεβαστός, ο Αύγουστος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σεβάσμιον ο σεβασμός
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σεβάσμια και σεβάσμεια και σεβασμεῖα
αγώνες προς τιμήν του αυτοκράτορα
4. φρ. «σεβάσμιος ὅρκος» — όρκος που δινόταν στο όνομα του αυτοκράτορα.
επίρρ...
σεβασμίως ΝΑ, και σεβάσμια Ν
με σεβασμό.