παραπράσσω: Difference between revisions
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παραπράσσω:''' атт. [[παραπράττω]], ион. [[παραπρήσσω]]<br /><b class="num">1 | |elrutext='''παραπράσσω:''' атт. [[παραπράττω]], ион. [[παραπρήσσω]]<br /><b class="num">1</b> [[заниматься посторонними делами]]: εἰ μὴ παρέπρηξε [[μηδέν]] Her. если бы (Дорией) ни в чем не уклонился от основной цели (своего похода);<br /><b class="num">2</b> [[содействовать]], [[соучаствовать]] (μηδενὸς [[ἄλλου]] παραπράξαντος Soph.);<br /><b class="num">3</b> [[взыскивать]] (поборы) сверх положенного, незаконно облагать Plut. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:20, 25 November 2022
English (LSJ)
Att. παραπράττω, Ion. παραπρήσσω, A do a thing beside or beyondthe main purpose, Hdt.5.45; οὔτε πολυπραγμονῶν οὔτε π. D.C. 76.7. II help in doing, μηδενὸς ἄλλου παραπράξαντος S.Aj.261 (anap.). III act unjustly, esp. exact money illegally, Plu.Agis 16:—Pass., Wilcken Chr.238.6 (ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 495] att. -ττω, daneben thun, Nebendinge treiben, die nicht zur Hauptsache gehören, Her. 5, 45; neben πολυπραγμονεῖν, D. Sic. 76, 7; – μηδενὸς ἄλλου παραπράξαντος, theilnehmen, Soph. Ai. 254; Sp. – Geld widerrechtlich eintreiben, Plut. Agis 16.
French (Bailly abrégé)
I. agir autrement qu’il ne faut, càd :
1 agir contrairement à des avis ou à des instructions;
2 contrevenir, faillir;
II. exiger illégalement, acc..
Étymologie: παρά, πράσσω.
Russian (Dvoretsky)
παραπράσσω: атт. παραπράττω, ион. παραπρήσσω
1 заниматься посторонними делами: εἰ μὴ παρέπρηξε μηδέν Her. если бы (Дорией) ни в чем не уклонился от основной цели (своего похода);
2 содействовать, соучаствовать (μηδενὸς ἄλλου παραπράξαντος Soph.);
3 взыскивать (поборы) сверх положенного, незаконно облагать Plut.
Greek (Liddell-Scott)
παραπράσσω: Ἀττικ. -ττω, Ἰωνικ.-πρήσσω: μέλλ. -ξω. Πράττω τι ἔξω τοῦ κυρίου σκοποῦ μου, Ἡρόδ. 5. 45· οὔτε πολυπραγμονῶν οὔτε π. Δίων Κ. 75. 7. ΙΙ.βοηθῶ εἰς πρᾶξίν τινα, μηδενὸς ἄλλου παραπράξαντος Σοφ. Αἴ. 261. ΙΙΙ. πράττω ἀδίκως, ἰδίως, παρανόμως ἀργυρολογῶ, Πλουτ. Ἆγις 16.
Greek Monolingual
και αττ. τ. παραπράττω και ιων. τ. παραπρήσσω Α
1. κάνω κάτι που βρίσκεται έξω από τον κύριο στόχο μου
2. βοηθώ σε μια πράξη, συμπράττω
3. κάνω κάτι άδικα, ιδίως εισπράττω χρήματα κατά τρόπο άδικο ή παράνομο.
Greek Monotonic
παραπράσσω: Αττ. -ττω, Ιων. -πρήσσω, μέλ. -ξω·
I. κάνω κάτι εκτός ή πέρα από τον κύριο σκοπό μου, σε Ηρόδ.
II. βοηθώ στην εκτέλεση ενός πράγματος, σε Σοφ.
Middle Liddell
attic -ττω ionic -πρήσσω fut. ξω
I. to do a thing beside or beyond the main purpose, Hdt.
II. to help in doing, Soph.