τέρθριος: Difference between revisions
κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → it's better to keep silence than to speak without reason (Menander)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τέρθριος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''τέρθριος:'''<br /><b class="num">1</b> [[реевый]]: ὁ τ. (sc. [[κάλως]]) мор. реевый канат, брас Arph.;<br /><b class="num">2</b> кормовой, т. е. попутный ([[πνοή]] Soph.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:50, 25 November 2022
English (LSJ)
ὁ, A rope from the end of a sail-yard (τέρθρον), used for reefing, Ar.Eq.440, cf. Sch. ad loc.; τ. κάλοι Erot., Gal.19.145. II τερθρία πνοή, cited from S. (Fr.333) in EM753.7, is there expld. by ὀπισθία, a stern wind, but perhaps rather a stiff gale requiring the use of τέρθριοι.
German (Pape)
[Seite 1093] ὁ, ein Schiffsseil, ein Tau an der Raa, um die Segel aufzuspannen u. einzuziehen; Ar. Equ. 442; eigtl. adj., sc. κάλως, wie sich auch τέρθριοι κάλωες finden, Galen.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
câble fixé à l'extrémité de la vergue.
Étymologie: τέρθρον.
Russian (Dvoretsky)
τέρθριος:
1 реевый: ὁ τ. (sc. κάλως) мор. реевый канат, брас Arph.;
2 кормовой, т. е. попутный (πνοή Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
τέρθριος: ὁ, τὸ σχοινίον τὸ ἀπὸ τοῦ ἄκρου τῆς τοῦ ἱστίου κεραίας (τέρθρου), Ἀριστοφ. Ἱππ. 440· τ. κάλως Γαληνοῦ Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 578. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τέρθριοι· οἱ εἰς τὸ κέρας τοῦ ἱστίου ἑκατέρωθεν δεδεμένοι (κάλοι), ἐν οἷς καὶ τὸ ἄρμενον ἕλκουσι». ΙΙ. τερθρία πνοή, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Σοφ. (Ἀποσπ. 304) παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. ἑρμηνεύεται αὐτόθι διὰ τοῦ ὀπισθία, δηλ. ἄνεμος τῆς πρύμνης.
Greek Monolingual
-α, -ο / τέρθριος, -ία, -ο, ΝΑ τέρθρον
νεοελλ.
ναυτ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τέρθρο (α. «τέρθρια υπέρα» — καλώδιο με το οποίο υψώνεται το κέρας επιδρόμου ή ημιολίου, κν. η τσούντα του πικιού
β. «τέρθριο σύσπαστο» — η τσούντα)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ τέρθριος
σχοινί που κρέμεται από το άκρο της κεραίας του ιστού
2. φρ. «τερθρία πνοή» — άνεμος της πρύμνης ή, κατ' άλλους, πιθ. ισχυρός άνεμος για την αντιμετώπιση του οποίου έπρεπε να χρησιμοποιηθούν τα παραπάνω σχοινιά (Σοφ.).
Greek Monotonic
τέρθριος: ὁ, σχοινί από την άκρη καταρτιού πλοίου (τέρθρον), υποστήριγμα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
τέρθριος, ὁ,
the rope from the end of a sail-yard (τέρθρον), the brace, Ar.