ἀνάγωγος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀγωγή]]<br />ill-[[trained]], of horses, ill-[[broken]], [[unmanageable]], Xen., etc.
|mdlsjtxt=[[ἀγωγή]]<br />ill-[[trained]], of horses, ill-[[broken]], [[unmanageable]], Xen., etc.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=κακοαναθρεμμένος). Ἀπό τό α στερητ. + [[ἀγωγή]] (=μόρφωση). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ἄγω]].
}}
}}

Revision as of 15:55, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάγωγος Medium diacritics: ἀνάγωγος Low diacritics: ανάγωγος Capitals: ΑΝΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: anágōgos Transliteration B: anagōgos Transliteration C: anagogos Beta Code: a)na/gwgos

English (LSJ)

ον, ill-bred, Timo 51 (Sup.), Plu.2.147f; καύχησις Phld.Vit.p.27 J.; ἀ. καὶ ἀπαίδευτος τρόπος D.S.34/5.2.35; tasteless, σκώμματα Longin.34.2; ῥητορική D.H.Orat.Vett.1; unlearned, Plb. 12.25.6; dissolute, περὶ τὰς ἡδονάς Plu.2.140b; of horses and dogs, ill-broken, unmanageable, X.Mem.3.3.4, 4.1.3, prob. l. in Arist.Ath. 49.1. Adv. -γως Macho ap.Ath.13.580e, LXX 2 Ma.12.14 (Comp.); inerudite et . Tiro ap.Gell.6.3.12.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inculto, falto de instrucción de pers. γραμμοδιδασκαλίδης Timo 51, συγγραφεύς Plb.12.25.6, cf. 34.14.3, PSI 1160.6 (I a.C.), Plu.2.46b, A.Al.1.2.6, PMasp.305.26 (VI a.C.)
de abstr. ῥητορική D.H.Orat.Vett.1, καύχησις Phld.Vit.p.27, ἀμαθία Ph.1.170, λόγος Ph.1.693
de caballos y perros indisciplinado, mal domado X.Mem.3.3.4, 4.1.3.
2 grosero τρόπος D.S.Fr.inc.34/35.2.35, σκώμματα Longin.34.2, σύνδειπνος Plu.2.147f
disoluto ἀκρατὴς δὲ περὶ τὰς ἡδονὰς καὶ ἀ. Plu.2.140b.
II adv. -ως de manera inculta, toscamente Macho 322, Tiro en Gell.6.3.12
neutr. compar. como adv. LXX 2Ma.12.14.

German (Pape)

[Seite 185] (ἀγωγή), ohne gehörige Bildung, VLL. ὁ μὴ τῆς δεούσης ἀγωγῆς τετυχηκώς; öfter Plut.; superl. ἀναγωγότατος, Ath. XIII, 588 a; von Hunden, noch nicht abgerichtet, Ggstz καλῶς ἀχθεῖσαι, Xen. Mem. 4, 1, 3; von Pferden, nicht zugeritten, 3, 3, 4. – Adv. ἀναγώγως, roh, Gell. 7, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans conduite, déréglé;
2 mal dressé (chien, cheval).
Étymologie: , ἀγωγή.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάγωγος:
1) невоспитанный, разнузданный, распущенный (περὶ τὰς ἡδονάς, ἐν τῷ πίνειν Plut.);
2) необученный, ненатасканный (κύων Xen.); необъезженный (ἵππος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάγωγος: -ον, ὁ κακῶς ἀνατεθραμμένος, κακῶς ἠγμένος, Τίμων παρ’ Ἀθην. 588Α· ἀμαθής, ἄνευ παιδεύσεως, Πολύβ. 12, 25, 6: ἀκόλαστος, Πλούτ. 2. 140Α, κτλ.: ἐπὶ ἵππων καὶ κυνῶν, ἀτίθασος, ἀδάμαστος, Ξεν. Ἀπομ. 3. 3, 4., 4. 1, 3: ― Ἐπίρρ. -γως Μάχων παρ’ Ἀθην. 580Ε.

Greek Monotonic

ἀνάγωγος: -ον (ἀγωγή), αυτός που έχει φτωχή ή άσχημη εκπαίδευση· λέγεται για άλογα, ατίθασος, αδάμαστος, σε Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

ἀγωγή
ill-trained, of horses, ill-broken, unmanageable, Xen., etc.

Mantoulidis Etymological

(=κακοαναθρεμμένος). Ἀπό τό α στερητ. + ἀγωγή (=μόρφωση). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἄγω.