ἐναντιωματικός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enantiomatikos
|Transliteration C=enantiomatikos
|Beta Code=e)nantiwmatiko/s
|Beta Code=e)nantiwmatiko/s
|Definition=ή, όν, [[marking opposition]], σύνδεσμος <span class="bibl">D.T.643.14</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Conj.</span>251.3</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Eust.809.36</span>.
|Definition=ἐναντιωματική, ἐναντιωματικόν, [[marking opposition]], σύνδεσμος D.T.643.14, A.D.''Conj.''251.3. Adv. [[ἐναντιωματικῶς]] Eust.809.36.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναντῐωμᾰτικός Medium diacritics: ἐναντιωματικός Low diacritics: εναντιωματικός Capitals: ΕΝΑΝΤΙΩΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: enantiōmatikós Transliteration B: enantiōmatikos Transliteration C: enantiomatikos Beta Code: e)nantiwmatiko/s

English (LSJ)

ἐναντιωματική, ἐναντιωματικόν, marking opposition, σύνδεσμος D.T.643.14, A.D.Conj.251.3. Adv. ἐναντιωματικῶς Eust.809.36.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que se opone, que se enfrenta παρασκευή πολεμικὴ ἢ ... ἄλλη ἐ. Eust.935.37.
2 gram. que indica oposición, que expresa lo contrario ἐ. σύνδεσμος D.T.643.15, A.D.Coni.251.3, 257.12, τὸ ἔμπης καὶ ἐπίρρημα A.D.Adu.154.26, cf. Sch.rec.Ar.Nu.890a (p.368), Hdn.Gr.2.60, Phlp.Diff.Accent.C ο 1, ἐ. πρόθεσις preverbio con valor opositivo ref. a κατα- expr. hostilidad, Eust.237.21.
II adv. -ῶς indicando oposición Eust.809.37, Lex.Vind.s.u. καί.

German (Pape)

[Seite 827] ή, όν, entgegengesetzt, zuwider, Schol. Soph. Ai. 122.

Russian (Dvoretsky)

ἐναντιωματικός: грам. противительный (σύνδεσμοι - напр., ὅμως).

Greek (Liddell-Scott)

ἐναντιωματικός: -ή, -όν, ὁ δηλῶν ἐναντίωσιν, ἐπὶ συνδέσμ., ὁ καὶ ἐναντιωματικὸς ἀντὶ τοῦ καίπερ Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 214. ― Ἐπίρρ. -ῶς, Εὐστ. 809. 36.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐναντιωματικός, -ή, -όν)
γραμμ. (για σύνδ., πρότ. ή μτχ.) αυτός που δηλώνει αντίθεση, εναντίωση («εναντιωματικοί σύνδεσμοι», «εναντιωματικές προτάσεις», «εναντιωματικές μετοχές»)
μσν.
(για διαθήκη) αυτή που προσβάλλεται από τους κληρονόμους.
επίρρ...
εναντιωματικώς, -ά
με τρόπο εναντιωματικό, αντιθετικά.