ἐπαλλαγή: Difference between revisions
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epallagi | |Transliteration C=epallagi | ||
|Beta Code=e)pallagh/ | |Beta Code=e)pallagh/ | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[ἐπάλλαξις]], γάμων ἐπαλλαγή, = [[ἐπιγαμία]], Hdt.1.74; <b class="b3">τὰς ἐ. τῶν σωμάτων</b> their [[fitting into one another]], Democr. ap. Arist.''Fr.'' 208; [[crossing]], νεύρων Aret.''SD''1.7.<br><span class="bld">II</span> [[premium on exchange]] of currency, ''PCair.Zen.''22.2 (iii B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:37, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A = ἐπάλλαξις, γάμων ἐπαλλαγή, = ἐπιγαμία, Hdt.1.74; τὰς ἐ. τῶν σωμάτων their fitting into one another, Democr. ap. Arist.Fr. 208; crossing, νεύρων Aret.SD1.7.
II premium on exchange of currency, PCair.Zen.22.2 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 898] ἡ, Verbindung, γάμων, = ἐπιγαμία, Her. 1, 74; im plur., D. Hal. 10, 60.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
échange ; union, mariage.
Étymologie: ἐπαλλάσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαλλᾰγή: ἡ (взаимный) обмен: ἐ. γάμων Her. бракосочетание; αἱ ἐπαλλαγαὶ τῶν σωμάτων Democr. ap. Arst. взаимные перемещения атомов.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαλλαγή: ἡ = ἐπάλλαξις, γάμων ἐπαλλαγὴν ποιεῖν Ἡρόδ. 1. 74 (ὅμοιον τῷ ἐπιγαμίας ποιεῖσθαι ἐν 2. 147· πρβλ. Διον. Ἁλ. 10. 60)· ἐφαρμογή, συναρμογὴ πράγματός τινος πρὸς ἕτερον, τὰς ἐπαλλαγάς... τῶν σωμάτων Ἀριστ. Ἀποσπ. 202.
Greek Monolingual
ἐπαλλαγή, η (Α)
νεοελλ.
1. διαδοχική και γρήγορη αλλαγή, εναλλαγή
2. η μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη
3. γραμμ. το συντακτικό σχήμα της έλξεως, αλλιώς σύζευξη
αρχ.
1. συναρμογή ενός πράγματος μέσα σε άλλο
2. «γάμων ἐπαλλαγή» — η επιγαμία, ο σύνδεσμος (οικογενειών κ.λπ.) με τον γάμο, η επιμιξία
3. (για τα νεύρα) διασταύρωση
4. δώρο για την ανταλλαγή νομίσματος πάπ..
Greek Monotonic
ἐπαλλᾰγή: ἡ (ἐπαλλάσσω), ανταλλαγή, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἐπαλλᾰγή, ἡ, ἐπαλλάσσω
an interchange, Hdt.