ἀμφαδόν: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀμφᾰδόν:''' adv. открыто, явно Hom.
|elrutext='''ἀμφᾰδόν:''' adv. [[открыто]], [[явно]] Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 24:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=and ἀμ-φαδά ([[ἀναφαίνω]]): adv., [[openly]], [[publicly]]; opp. [[κρυφηδόν]], Od. 14.330; [[βαλέειν]], ‘in [[regular]] [[battle]],’ Il. 7.243 (opp. [[λάθρῃ]]); ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο, ‘be revealed,’ ‘[[come]] to [[light]],’ Od. 19.391.
|auten=and ἀμ-φαδά ([[ἀναφαίνω]]): adv., [[openly]], [[publicly]]; opp. [[κρυφηδόν]], Od. 14.330; [[βαλέειν]], ‘in [[regular]] [[battle]],’ Il. 7.243 (opp. [[λάθρῃ]]); ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο, ‘be revealed,’ ‘[[come]] to [[light]],’ Od. 19.391.
}}
{{Slater
|sltr=[[ἀμφαδόν]] v. [[ἀμφανδόν]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 33: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφᾰδόν:''' επίρρ., ποιητ. αντί <i>ἀναφαδόν</i> ([[ἀναφαίνω]]), δημοσίως, [[φανερά]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἀμφᾰδόν:''' επίρρ., ποιητ. αντί <i>ἀναφαδόν</i> ([[ἀναφαίνω]]), δημοσίως, [[φανερά]], σε Όμηρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=poet. for ἀναφαδόν, from [[ἀναφαίνω]]<br />[[publicly]], [[openly]], without [[disguise]], Hom.
}}
}}

Revision as of 21:10, 5 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφᾰδόν Medium diacritics: ἀμφαδόν Low diacritics: αμφαδόν Capitals: ΑΜΦΑΔΟΝ
Transliteration A: amphadón Transliteration B: amphadon Transliteration C: amfadon Beta Code: a)mfado/n

English (LSJ)

Adv., poet. for ἀναφαδόν = ἀναφανδόν (ἀμφανδόν), publicly, openly, without disguise, opp. λάθρη, βαλέειν Il.7.243; opp. κρυφηδόν, Od.14.330; opp. δόλῳ, κτείνειν 1.296; ἀ. πάντ' ἀγορεύειν Il.9.370; ὡς ἀ πέπραγα πανταχῇ καλῶς Ion Trag. ap. Phot.p.98 R.—Prop. neut. of Adj. ἀμφαδός, ή, όν, which occurs in Od.19.391 μὴ ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο discovered, known, cf. A.R.3.615.

German (Pape)

[Seite 133] (vgl. ἀναφανδόν), öffentlich, unverhohlen, eigentl. accus. neutr. sing. (vgl. ἀμφαδά); Hom. sechsmal, ἢ ἀμφαδὸν ἦε κρυφηδόν Od. 14, 330. 19, 299, ήὲ δόλῳ ἢ ἀμφαδόν Od. 1, 296. 11, 120, Gegstz λάθρῃ Iliad. 7, 243, ohne Gegstz Iliad. 9, 370.

French (Bailly abrégé)

adv.
ouvertement, publiquement.
Étymologie: pour *ἀναφαδόν, de ἀναφαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφᾰδόν: adv. открыто, явно Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφᾰδόν: ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ ἀναφαδόν = ἀναφανδὸν (ἀμφανδόν) = δημοσίᾳ, φανερῶς, ἄνευ προφυλάξεως ἢ ἀποκρύψεως, ἀντίθετον τῷ λάθρῃ Ἰλ. Π. 213· τῷ κρυφηδὸν Ὀδ. Ξ. 330· τῷ δόλῳ Α. 296: ἀμφαδὸν βαλέειν, κτείνειν, ἀγορεύειν, εἰπεῖν Ὅμ.―Φαίνεται ὅτι εἶναι τὸ οὐδέτερον ἐπιθέτου ἀμφαδός, ή, όν, ὅπερ ἀπαντᾷ ἐν Ὀδ. Τ. 391, μὴ ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο, μήπως ἀνακαλυφθῶσι, γνωσθῶσιν. Ὑπάρχει τύπος ἀμφαδὴν παρ’ Ἀρχιλ. 60.

English (Autenrieth)

and ἀμ-φαδά (ἀναφαίνω): adv., openly, publicly; opp. κρυφηδόν, Od. 14.330; βαλέειν, ‘in regular battle,’ Il. 7.243 (opp. λάθρῃ); ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο, ‘be revealed,’ ‘come to light,’ Od. 19.391.

Greek Monolingual

ἀμφαδὸν και ἀμφανδὸν και ἀμφάδην και ἀμφαδίην επίρρ. (Α)
δημόσια, ανοιχτά, φανερά, ολοφάνερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιρμ. τύποι που σχηματίστηκαν από τα θέματα φᾰ- και φαν- του ρ. φαίνω. Ο τ. ἀμφαδὸν < ἀναφαδὸν < ἀνά + θ. φᾰ-, φαίνω + -δόν. Ο τ. ἀμφανδὸν < ἀναφανδὸν < ἀνά + θ. φαν-, φαίνω + -δόν. Ο τ. ἀμφάδην < ἀνὰ + θ. φᾰ -, φαίνω + -δην. Σχετικά με τον τ. ἀμφαδίην βλ. ἀμφάδιος.

Greek Monotonic

ἀμφᾰδόν: επίρρ., ποιητ. αντί ἀναφαδόν (ἀναφαίνω), δημοσίως, φανερά, σε Όμηρ.