χαμεύνη: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(CSV import)
m (pape replacement)
Line 33: Line 33:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=κρεβάτι στρωμένο στό [[ἔδαφος]]). Ἀπό τό [[χαμαί]] + [[εὐνή]] ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=κρεβάτι στρωμένο στό [[ἔδαφος]]). Ἀπό τό [[χαμαί]] + [[εὐνή]] ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Lager]] auf der [[Erde]], [[Streu]]</i>; Aesch. <i>Ag</i>. 1521; Eur. <i>Rhes</i>. 9; Theocr. 13.32; sp.D., wie Paul.Sil. 51 (VI.65); – <i>[[Bettgestell]]</i>, Ar. <i>Av</i>. 820.
}}
}}

Revision as of 16:40, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαμεύνη Medium diacritics: χαμεύνη Low diacritics: χαμεύνη Capitals: ΧΑΜΕΥΝΗ
Transliteration A: chameúnē Transliteration B: chameunē Transliteration C: chameyni Beta Code: xameu/nh

English (LSJ)

ἡ, for χαμαιεύνη, A a bed on the ground, A.Ag.1540 (anap.), S.Fr.175, E.Rh.852, Theoc.13.33, A.R.4.883, Herod.3.16; χ. φυλλόστρωτος E.Rh.9 (anap.). 2 generally, bedstead, Ar.Av.816.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 lit qu’on fait à terre;
2 bois de lit.
Étymologie: χαμαί, εὐνή.

Russian (Dvoretsky)

χαμεύνη: дор. χᾰμεύνᾱ
1) постель на земле, подстилка Aesch., Eur., Theocr., Plut.;
2) низкая кровать или козлы для постели Arph.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμεύνη: ἡ, ἀντὶ χαμαιεύνη, στιβάς, εὐνὴ ἢ κοίτη ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, κατὰ γῆς ἐστρωμένη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1540, Εὐρ. Ρῆσ. 9. 849, Θεόκρ. 13. 33. 2) καθόλου, κλίνη, Ἀριστοφ. Ὄρν. 816.

Greek Monolingual

και χαμαιεύνη και δ. τ. χάμευνα και δωρ. τ. χαμεύνα, ἡ, Α
1. στρώμα για ύπνο τοποθετημένο καταγής
2. (γενικά) κλίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + εὐνή «κρεβάτι, κλίνη»].

Greek Monotonic

χᾰμεύνη: ἡ, κρεβάτι πάνω στο έδαφος, στρωμένο καταγής, σε Αισχύλ., Ευρ.· γενικά, κρεβάτι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

χᾰμ-εύνη, ἡ,
a bed on the ground, pallet-bed, Aesch., Eur.: generally, a bedstead, Ar. [from χᾰμηλός]

English (Woodhouse)

pallet

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=κρεβάτι στρωμένο στό ἔδαφος). Ἀπό τό χαμαί + εὐνή ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

German (Pape)

ἡ, Lager auf der Erde, Streu; Aesch. Ag. 1521; Eur. Rhes. 9; Theocr. 13.32; sp.D., wie Paul.Sil. 51 (VI.65); – Bettgestell, Ar. Av. 820.