κρησφύγετον: Difference between revisions

From LSJ

ἀγωνίζεσθαι, ἐπιζητεῖν, εὑρίσκειν καί μή εἴκειν → to strive, to seek, to find, and not to yield (Tennyson, Ulysses)  

Source
(CSV import)
m (pape replacement)
Line 36: Line 36:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=τό (=καταφύγιο, ἄσυλο). Τό πρῶτο [[μέρος]] τῆς λέξης: κρησεἶναι ἄγνωστο. Τό δεύτερο ἀπό τό [[φεύγω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=τό (=καταφύγιο, ἄσυλο). Τό πρῶτο [[μέρος]] τῆς λέξης: κρησεἶναι ἄγνωστο. Τό δεύτερο ἀπό τό [[φεύγω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>der [[Zufluchtsort]]</i>, Her. 5.124, 8.51, 9.15 und Sp., wie Luc. <i>merc.cond</i>. 11, <i>Eun</i>. 10. Nach <i>VLL</i> eigtl. <i>ein [[Schlupfwinkel]]</i>, wo man vor dem [[Kreter]] [[Minos]] eine [[Zuflucht]] fand.
}}
}}

Revision as of 17:06, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρησφῠ́γετον Medium diacritics: κρησφύγετον Low diacritics: κρησφύγετον Capitals: ΚΡΗΣΦΥΓΕΤΟΝ
Transliteration A: krēsphýgeton Transliteration B: krēsphygeton Transliteration C: krisfygeton Beta Code: krhsfu/geton

English (LSJ)

[ῠ], τό, (φεύγω) place of refuge, retreat, Hdt.5.124, al., D.H.4.15, Luc.Eun.10, al. (Etym. dub.; expld. by EM538.1 as refuge from the Cretan, i.e. Minos.)

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu de refuge, asile.
Étymologie: κράς, φεύγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρησφύγετον -ου, τό toevluchtsoord.

Russian (Dvoretsky)

κρησφύγετον: (ῠ) τό место убежища, убежище Her., Luc.

Greek Monotonic

κρησφύγετον: [ῠ], τό (φῠγεῖν), μέρος διαφυγής, τόπος αναχώρησης, καταφύγιο, άσυλο, σε Ηρόδ.· (το πρώτο μέρος της λέξης, το κρησ-, είναι αμφίβολης προέλευσης).

Greek (Liddell-Scott)

κρησφύγετον: ῠ, τό, (φεύγω) τόπος καταφυγῆς, ὑποχωρήσεως, καταφύγιον, Ἡρόδ. 5. 124., 8. 51, 9. 15, 96· ἀκολούθως παρὰ Διον. Ἁλ. 4. 15, Λουκ. Εὐνοῦχ. 10· ἀλλ᾿ οὐχὶ παρ᾿ Ἀττ. (Τὸ πρῶτον μέρος τῆς λέξεως, κρησ-, εἶναι ἄδηλον· ἀρχαῖοί τινες Γραμματικοὶ ἑρμηνεύουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν κυρίως καταφύγιον ἀπὸ Κρητὸς (Κρὴς) Μίνωος).

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: place of retreat, refuge (Hdt., D. H., Luc.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Acc. to Wackernagel KZ 33, 56 f. (= Kl. Schr. 1, 735f.) from *χρησφύγε-τον, dissimilated with contraction from *χρηεσ-φ., compound wit suffix το- (cf. ἀκμό-θε-τον) from φυγεῖν and χρῆος guilt, so prop. "flying from guilt"; see Wackernagel l.c. Criticized by Kretschmer KZ 33, 273f.; cf. Brugmann IF 18, 431; Chantr. calls it more ingenious than convincing; he assumes a suffix -ετον. - The connection with κάρα head (Kretschmer KZ 31, 410, Solmsen RhM 53, 155f.) gives no convincing meaning; wrong Charpentier BB 30, 155ff. (s. Bq a. WP. 1, 486). Kapsomenos, Glotta 40 (19662) 43-50 assumes *πρησφ-, with a variant of πρεσ- = προς.

Middle Liddell

κρησ-φῠ́γετον, ου, τό, [φῠγεῖν]
a place of refuge, retreat, resort, Hdt. [The first part of the word, κρησ-, is uncertain.]

Frisk Etymology German

κρησφύγετον: {krēsphúgeton}
Grammar: n.
Meaning: Zufluchtsort (Hdt., D. H., Luk.).
Etymology: Wohl mit Wackernagel KZ 33, 56 f. (= Kl. Schr. 1, 735f.) aus *χρησφύγετον dissimiliert mit Kontraktion aus *χρηεσφ., Zusammenbildung mit το-Suffix (vgl. ἀκμόθετον) aus φυγεῖν und χρῆος Schuld, somit eig. "das Schuldentfliehen", d. h. Ort, wohin man den Schulden entflieht; Näheres bei Wackernagel a.a.O. Kritik bei Kretschmer KZ 33, 273f.; vgl. Brugmann IF 18, 431. — Die Anknüpfung an κάρα Kopf (z.B. Kretschmer KZ 31, 410, Solmsen RhM 53, 155f.) gibt keinen befriedigenden Sinn; verfehlt ebenfalls Charpentier BB 30, 155ff. (s. Bq u. WP. 1, 486).
Page 2,17

Mantoulidis Etymological

τό (=καταφύγιο, ἄσυλο). Τό πρῶτο μέρος τῆς λέξης: κρησεἶναι ἄγνωστο. Τό δεύτερο ἀπό τό φεύγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

German (Pape)

τό, der Zufluchtsort, Her. 5.124, 8.51, 9.15 und Sp., wie Luc. merc.cond. 11, Eun. 10. Nach VLL eigtl. ein Schlupfwinkel, wo man vor dem Kreter Minos eine Zuflucht fand.