μαχητής: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=machitis
|Transliteration C=machitis
|Beta Code=maxhth/s
|Beta Code=maxhth/s
|Definition=οῦ, ὁ, Aeol. μαχαίτας <span class="bibl">Alc.33</span>; Dor. μαχᾱτάς <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>2.13</span>, etc.; Lacon. μαχᾱτάρ ( μᾰχ-άταρ cod.) Hsch.: (μάχη):—[[fighter]], [[warrior]], μικρὸς μὲν ἔην δέμας ἀλλὰ μ. <span class="bibl">Il.5.801</span>; θείειν ταχὺς ἠδὲ μ. <span class="bibl">Od.3.112</span>; Τρῶάς φασι μ. ἔμμεναι ἄνδρας <span class="bibl">18.261</span>; φὼς μ. Pi.<span class="title">N.</span> l. c.: as adjective, <b class="b3">μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν</b> his [[warrior]] heart, ib.<span class="bibl">9.26</span>: in later Prose, <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Jo.</span>6.3</span>,al.
|Definition=οῦ, ὁ, Aeol. [[μαχαίτας]] <span class="bibl">Alc.33</span>; Dor. [[μαχατάς]] <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>2.13</span>, etc.; Lacon. [[μαχατάρ|μαχᾱτάρ]] ( μᾰχάταρ cod.) Hsch.: (μάχη):—[[fighter]], [[warrior]], μικρὸς μὲν ἔην δέμας ἀλλὰ μ. <span class="bibl">Il.5.801</span>; θείειν ταχὺς ἠδὲ μ. <span class="bibl">Od.3.112</span>; Τρῶάς φασι μ. ἔμμεναι ἄνδρας <span class="bibl">18.261</span>; φὼς μ. Pi.<span class="title">N.</span> l. c.: as adjective, <b class="b3">μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν</b> his [[warrior]] [[heart]], ib.<span class="bibl">9.26</span>: in later Prose, <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Jo.</span>6.3</span>,al.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:33, 12 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰχητής Medium diacritics: μαχητής Low diacritics: μαχητής Capitals: ΜΑΧΗΤΗΣ
Transliteration A: machētḗs Transliteration B: machētēs Transliteration C: machitis Beta Code: maxhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, Aeol. μαχαίτας Alc.33; Dor. μαχατάς Pi.N.2.13, etc.; Lacon. μαχᾱτάρ ( μᾰχάταρ cod.) Hsch.: (μάχη):—fighter, warrior, μικρὸς μὲν ἔην δέμας ἀλλὰ μ. Il.5.801; θείειν ταχὺς ἠδὲ μ. Od.3.112; Τρῶάς φασι μ. ἔμμεναι ἄνδρας 18.261; φὼς μ. Pi.N. l. c.: as adjective, μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν his warrior heart, ib.9.26: in later Prose, LXX Jo.6.3,al.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
combattant.
Étymologie: μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

μᾰχητής:
I дор. μᾰχᾱτάς, οῦ adj. m воинственный, боевой (ἄνδρες Hom.; θυμός Pind.).
οῦ ὁ воин, боец Hom.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰχητής: -οῦ, ὁ, Δωρ. μαχᾱτὰς Πίνδ., κτλ.· Λακ. μαχάταρ Ἡσύχ.· (μάχη)· - ὁ ἀνδρείως μαχόμενος πολεμιστής, Ὅμ.· μικρὸς μὲν ἔην δέμας ἀλλὰ μαχητὴς Ἰλ. Ε. 801· θείειν ταχὺς ἠδὲ μαχητὴς Ὀδ. Γ. 112· Τρῶάς φασι μαχητὰς ἔμμεναι ἄνδρας Σ. 261· φὼς μ. Πινδ. Ν. 2. 20· ἀλλ’ ὡς ἐπίθ. μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν, τὴν πολεμικὴν αὐτοῦ καρδίαν, αὐτόθι 9. 61.

English (Autenrieth)

fighter, warrior.

Greek Monolingual

ο, θηλ. μαχήτρια (ΑM μαχητής, Α αιολ.τ. μαχαίτας, δωρ. τ. μαχατάς, λακων. τ. μαχατάρ και, κατά τον Ησύχ., μαχάταρ, Μ θηλ. μαχητίς, -ίδος ή μαχῆτις -ιδος)
1. αυτός που μάχεται με ανδρεία, ο θαρραλέος ή ορμητικός πολεμιστήςΤυδεύς τοι μικρὸς μὲν ἔην δέμας, ἀλλὰ μαχητής», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που μετέχει στην πολεμική σύρραξη δύο στρατών, στρατιώτης («εἶχε γὰρ νέους μαχητὰς καὶ διαλεκτὰ φουσάτα», Διηγ. Αχιλλ.)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που εμμένει στις ιδέες του και τίς υπερασπίζεται με πάθος, αγωνιστής
αρχ.
ως επίθ.
μαχητικός, πολεμικός («μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μάχη- του μέλλ. του μάχομαι μαχήσομαι + κατάλ. -της].

Greek Monotonic

μᾰχητής: -οῦ, ὁ (μάχομαι), μαχητής, πολεμιστής, σε Όμηρ.· Δωρ. επίθ. μαχᾱτάς, πολεμοχαρής, σε Πίνδ.

Middle Liddell

μᾰχητής, οῦ, μάχομαι
a fighter, warrior, Hom.: doric adj., μαχᾱτάς, warlike, Pind.