συμφρονέω: Difference between revisions
ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται → but if, as a result, gentle things are said harshly and harsh things gently, the result is unpersuasive
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συμφρονέω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''συμφρονέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[быть единомышленником]], [[находиться в согласии]]: σ. τινι εἴς τι и ἐπί τινι или σ. πρός τινα περί τινος Polyb. быть согласным с кем-л. в чем-л.; τὰ συμφρονήσαντα ἔθνη Polyb. находящиеся в союзе племена;<br /><b class="num">2</b> [[постигать]], [[понимать]] (τῇ διανοίᾳ Arst.; τὴν αἰτίαν Plut.): τῷ σχήματι σ. τι Plut. догадываться о чем-л. по внешнему виду;<br /><b class="num">3</b> [[приходить в себя]] (ἀναφέρειν καὶ σ. Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:04, 25 November 2022
English (LSJ)
A to be of one mind with any one, agree or conspire with, σ. ἀλλήλοις εἴς τι Plb.4.60.4, cf. LXX 3 Ma.3.2; ἐπί τινι Plb.3.2.8; περί τινων πρὸς τοὺς φίλους Id.4.81.3, cf. 7.16.3; σ. ταὐτά Id.6.46.8: abs., agree together, Id.2.22.1, etc. 2 think with, be in harmony with, τῷ νοερῷ M.Ant.8.54. II become aware of, think of, notice, understand, ὃ δέον εἴη ποιεῖν Plb.18.26.2, cf. D.H.5.9, Plu.Nic.19,23, Them. 28, Brut.10, Pyrrh.11, Eum.19, Cam.29,36, etc. 2 collect oneself, become conscious, Id.Cat.Mi.70, Alex.73. III bring together in thought, τὰ πλεῖστον ἀλλήλων ἀφεστῶτα τοῖς τόποις Arist.Mu.391a14 (v.l. τῇ διανοίᾳ συνεφόρησε, which may be a gloss).
German (Pape)
[Seite 993] 1) eines Sinnes od. gleicher Meinung mit Jemandem sein, ihm beistimmen, es mit ihm halten, von seiner Partei sein, bes. bei Empörungen, Pol., sowohl absol., 2, 22, 1 u. öfter, als ἀλλήλοις εἴς τι, 4, 60, 4, ἐπί τινι πράγματι, 3, 2, 8, πρὸς τοὺς φίλους περί τινος, 4, 81, 3; dah. auch = einwilligen, Ath. XII, 521 a. – 2) begreifen, einsehen, verstehen, merken, Plut. Them. 28; τῷ σχήματι τὴν τύχην, Pomp. 37; wieder zur Besinnung kommen, Cat. min. 70; überlegen, ὃ δέον ἦν ποιεῖν, Pol. 18, 9, 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. συνεφρόνησα;
I. être du même sentiment, être d'accord ou d'intelligence : τινι εἴς τι, τινι ἐπί τινι, πρός τινα περί τινος, avec qqn au sujet de qch ; particul.
1 être du parti de qqn;
2 faire une convention;
II. embrasser dans son esprit ; d'où
1 concevoir, imaginer;
2 comprendre, juger : τι qch ; τῷ σχήματι τὴν τύχην PLUT juger la fortune d'après l'extérieur ; avec un inf. : comprendre que;
III. reprendre ses sens.
Étymologie: σύν, φρονέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-φρονέω, Att. ξυμφρονέω inzien, begrijpen, inzicht krijgen in, met acc. intrans. weer tot zichzelf komen, weer bij zinnen komen, zich hernemen.
Russian (Dvoretsky)
συμφρονέω:
1 быть единомышленником, находиться в согласии: σ. τινι εἴς τι и ἐπί τινι или σ. πρός τινα περί τινος Polyb. быть согласным с кем-л. в чем-л.; τὰ συμφρονήσαντα ἔθνη Polyb. находящиеся в союзе племена;
2 постигать, понимать (τῇ διανοίᾳ Arst.; τὴν αἰτίαν Plut.): τῷ σχήματι σ. τι Plut. догадываться о чем-л. по внешнему виду;
3 приходить в себя (ἀναφέρειν καὶ σ. Plut.).
Greek Monotonic
συμφρονέω: μέλ. -ήσω (σύμφρων)·
I. έχω την ίδια άποψη με κάποιον, συμφωνώ, ομοφωνώ, συνομολογώ, σε Πολύβ.
II. 1. εξετάζω, θεωρώ, υπολογίζω καλά, αναλογίζομαι, σκέφτομαι, ἃ δέον ἦν ποιεῖν, σε Πλούτ.
2. συνέρχομαι, ανακτώ τις αισθήσεις μου, έρχομαι στα συγκαλά μου, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
συμφρονέω: ἔχω τὸ αυτὸ φρόνημα μετά τινος, φρονῶ τὰ αὐτά, συναινῶ, συμφωνῶ, ὁμοφρονῶ, σ. ἀλλήλοις εἴς τι Πολύβ. 4. 60, 4, ἐπί τι ὁ αὐτ. 3. 2, 8· πρός τινα ἢ τινι περί τινος ὁ αὐτ. 4. 81, 3., 7. 16, 3· σ. ταὐτὰ ὁ αὐτ. 6. 46, 8· ἀπολ., συμφωνῶ ὁμοῦ, Λατ. conspirare, ὁ αὐτ. 2. 22, 1, κτλ. 2) σκέπτομαι ὁμοῦ, τῷ νοερῷ Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 8. 54. ΙΙ. σ. τῇ διανοίᾳ, ἐννοῶ ὁμοῦ μέ…, Ἀριστ. π. Κόσμ. 1. 2. ΙΙΙ. καλῶς ἐξετάζω, θεωρῶ, ἃ δέον ἦν ποιεῖν ὁ αὐτ. 18. 9, 2, πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 9, Πλουτ. Ἀλέξ. 71, κτλ. 2) συνέρχομαι, ἔρχομαι εἰς ἐμαυτόν, ἔρχομαι εἰς τὰς αἰσθήσεις μου, ὡς οὖν ἀνήνεγκεν ὁ Κάτων καὶ συνεφρόνησεν ὁ αὐτ. ἐν Κάτ. Νεωτ. 70, ἐν Ἀλεξ. 73.
Middle Liddell
fut. ήσω σύμφρων
I. to be of one mind with, to agree, Polyb.
II. to consider well, ἃ δέον ἦν ποιεῖν Plut.
2. to collect oneself, Plut.