συστρατιώτης: Difference between revisions
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
(CSV import) |
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}})" to "$1$3 $2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />compagnon d'armes.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[στρατιώτης]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />compagnon d'armes.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[στρατιώτης]]. | ||
}} | |||
{{ntsuppl | |||
|ntstxt=compagnon de [[combat]] (au [[service]] du Christ) | |||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
Line 45: | Line 48: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[companion in arms]], [[fellow-soldier]] | |woodrun=[[companion in arms]], [[fellow-soldier]] | ||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 30 November 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, fellow-soldier, X.An.1.2.26, Pl.R.556c, Arist. EN1159b28, OGI218.45 (pl., Ilium, iii B.C., συσστ-), PTeb.793 iv 22 (pl., ii B.C., συνστ-), Ep.Phil.2.25: c. gen., τὸν ἑαυτῶν σ. Sammelb. 7456 (Ptolemaic, συνστ-), cf. Ostr.1535 (ii B.C., συνστ-):—fem. συστρᾰτηγ-ῶτις, ιδος, metaph., Them.Or.15.197c; τύχῃ σ. χρῆσθαι J.BJ6.9.1.
German (Pape)
[Seite 1045] Mitsoldat, Kriegsgefährte; Plat. Rep. VIII, 556 c; Xen. u. Sp., wie Luc. Mort. D, 29, 1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
compagnon d'armes.
Étymologie: σύν, στρατιώτης.
French (New Testament)
compagnon de combat (au service du Christ)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συ-στρατιώτης -ου, ὁ medesoldaat.
Russian (Dvoretsky)
συστρᾰτιώτης: ου ὁ товарищ по военной службе, соратник, сослуживец по армии Xen., Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
συστρατιώτης: -ου, ὁ, ὁ καὶ αὐτὸς στρατιώτης ὤν, ὁμοῦ ὑπηρετῶν, «σύντροφος», Λατ. commilito, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 26, Πλάτ. Πολ. 556C, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 9, 1· ― θηλ. ῶτις, ιδος. Θεμίστ. 197C· τύχη σ. χρῆσθαι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 9. 1.
English (Strong)
from σύν and στρατιώτης; a co-campaigner, i.e. (figuratively) an associate in Christian toil: fellowsoldier.
English (Thayer)
(T Tr WH συνστρατιωτης (so Lachmann in Philiem.; cf. σύν, II. at the end)), συστρατιωτου, ὁ, a fellow-soldier, Xenophon, Plato, others; tropically, an associate in labors and conflicts for the cause of Christ: Philemon 1:2.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. συστρατιῶτις, -ώτιδος, Α
στρατιώτης που υπηρετεί μαζί με άλλον κατά τον ίδιο χρόνο ή στην ίδια στρατιωτική μονάδα
αρχ.
το θηλ. συμβοηθός, συνεπίκουρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + στρατιώτης.
Greek Monotonic
συστρᾰτιώτης: -ου, ὁ, αυτός που υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία μαζί με κάποιον, σύντροφος στον στρατό, αυτός που είναι επίσης στρατιώτης, Λατ. commilito, σε Ξεν. κ.λπ.
Middle Liddell
συ-στρᾰτιώτης, ου, ὁ,
a fellow-soldier, Lat. commilito, Xen., etc.
Chinese
原文音譯:sustratièthj 需-士特拉提哦帖士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:共同-戰(士)
字義溯源:一同當兵,同當兵的;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(στρατιώτης)=露宿,戰士)組成,其中 (στρατιώτης)出自(στρατιά)=類似營房),而 (στρατιά)又出自(στρατόπεδον)X*=軍隊)
出現次數:總共(2);腓(1);門(1)
譯字彙編:
1) 同當兵的(1) 門1:2;
2) 一同當兵(1) 腓2:25