διάτονος: Difference between revisions
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diatonos | |Transliteration C=diatonos | ||
|Beta Code=dia/tonos | |Beta Code=dia/tonos | ||
|Definition=ον, (διατείνω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[on the stretch]], [[vehement]], αὖραι <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span> 2.3.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[extending from front to back]], of [[bonding courses]] in a wall, Vitr.2.8.7. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in Music, [[διάτονον]] (sc. [[γένος]]), τό, [[the diatonic scale]], opp. [[χρωματικόν]], [[ἐναρμόνιον]], <span class="bibl">Aristox.<span class="title">Harm.</span>p.19M.</span>, etc.; δ. μέλος <span class="bibl">Alciphr.1.18</span>; δ. μελῳδία <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>19</span>.</span> | |Definition=ον, (διατείνω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[on the stretch]], [[vehement]], αὖραι <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span> 2.3.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[extending from front to back]], of [[bonding courses]] in a wall, Vitr.2.8.7. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in Music, [[διάτονον]] (''[[sc.]]'' [[γένος]]), τό, [[the diatonic scale]], opp. [[χρωματικόν]], [[ἐναρμόνιον]], <span class="bibl">Aristox.<span class="title">Harm.</span>p.19M.</span>, etc.; δ. μέλος <span class="bibl">Alciphr.1.18</span>; δ. μελῳδία <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>19</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:30, 30 November 2022
English (LSJ)
ον, (διατείνω) A on the stretch, vehement, αὖραι Thphr.CP 2.3.1. 2 extending from front to back, of bonding courses in a wall, Vitr.2.8.7. II in Music, διάτονον (sc. γένος), τό, the diatonic scale, opp. χρωματικόν, ἐναρμόνιον, Aristox.Harm.p.19M., etc.; δ. μέλος Alciphr.1.18; δ. μελῳδία D.H.Comp.19.
Spanish (DGE)
-ον
I 1intenso αὖραι Thphr.CP 2.3.1.
2 mús. diatónico op. χρωματικὸν ἐναρμόνιον μέλος Alciphr.1.21.2, μελῳδίαι D.H.Comp.19.4, 8, μελοποιία Aristid.Quint.30.10, (φθόγγος) ὑπάτων δ. Aristid.Quint.7.20
•subst. τὸ δ. la escala diatónica Aristox.Harm.85.4, Plu.2.1142d, tb. ἡ δ. Anon.Bellerm.14.
II subst., arq.
1 ὁ δ. sillar tendido a tizón, perpiaño Vitr.2.8.7.
2 τὸ δ. viga, vigueta prob. de madera ID 290.216 (III a.C.), CIL 8.1273, 14879 (ambas África Proconsular), cf. διατονικός, διατόνιον.
Greek (Liddell-Scott)
διάτονος: -ον, (διατείνω) ἐντεταμένος, σφοδρός, ὁρμητικός, αὖραι Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 3, 1. 2) ἐκτεινόμενος ἀπὸ τοῦ προσθίου μέρους μέχρι τοῦ ὀπισθίου, ἐπὶ συνεχῶν λίθων ἐν τοίχῳ, Βιτρούβ. 2. 8· πρβλ. ὑπέρτονος ΙΙ. ΙΙ. ἐν τῇ μουσικῇ, διάτονον (ἐνν. γένος), τό, ἡ διατονικὴ κλίμαξ τῶν παλαιῶν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ χρωματικὸν καὶ τὸ ἐναρμόνιον· ἦσαν δὲ τὰ διαστήματα αὐτῆς ἁπλούστερα καὶ ἄνευ φθορῶν (διέσεων καὶ ὑφέσεων), Ἀριστόξεν. σ. 44 κἑξ., κτλ.· ὡσαύτως, δ. μέλος Ἀλκίφρων 1. 18· δ. μελῳδία Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 19· ― ὡσαύτως, γένος διατονικὸν Ἀριστείδ. Κόϊντ. σ. 111, κτλ.· ἴδε Λεξικὸν τῶν Ἀρχαιοτήτων σ. 774, Chappell’s Hist. of M. I. σ. XVI.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM διάτονος, -ον) διατείνω
1. αυτός που εκτείνεται από τη μία πλευρά ώς την άλλη, ειδικότερα για πέτρινους τοίχους, αυτός που εκτείνεται από την μπροστινή πέτρα ώς την τελευταία
2. το αρσ. ως ουσ. ο διάτονος
το δοκάρι που εκτείνεται από τη μία πλευρά ώς την άλλη, διατόνι
αρχ.
1. έντονος, σφοδρός, ορμητικός
2. (για φωνή) διαπεραστικός
3. μουσ. αυτός που ακολουθεί τη διατονική κλίμακα.
German (Pape)
angespannt, heftig, Theophr. – In der Musik ist διάτονον γένος die einfachste Aufeinanderfolge der Töne in der Tonleiter, Music.; auch μέλος, Alciphr. 1.18.