ἑτερορρεπής: Difference between revisions
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "<span class="ggns">• Adv.</span>" to "<b class="num">• Adv.</b>") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=ές, = [[ἑτερόρροπος]], [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἑτ., Aesch. <i>Suppl</i>. 398, <i>der bald auf die eine, bald auf die [[andere]] [[Seite]] die [[Wagschale]] neigt, jedem das [[Seine]] gibt</i>, νέμων [[εἰκότως]] ἄδικα μὲν κακοῖς, ὅσια δὲ εὐνόμοις; Hippocr. und Sp., wie Hermog. <i>stat</i>. 1 p. 7.<br>< | |ptext=ές, = [[ἑτερόρροπος]], [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἑτ., Aesch. <i>Suppl</i>. 398, <i>der bald auf die eine, bald auf die [[andere]] [[Seite]] die [[Wagschale]] neigt, jedem das [[Seine]] gibt</i>, νέμων [[εἰκότως]] ἄδικα μὲν κακοῖς, ὅσια δὲ εὐνόμοις; Hippocr. und Sp., wie Hermog. <i>stat</i>. 1 p. 7.<br><b class="num">• Adv.</b>, Poll. 8.13. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:12, 24 November 2022
English (LSJ)
ές, Act., A making now one side and now another preponderate, Ζεύς A. Supp.403 (lyr.). II inclining to one side or the other, of patients in the crisis of a disease, Hp.Acut.(Sp.) 21. 2 one-sided, ἑτερορρεπὲς ζήτημα where the weight of evidence preponderates, Hermog.Stat. 1. III Adv. ἑτερορρεπῶς v.l. in Poll.8.13.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui fait pencher la balance tantôt d'un côté, tantôt de l'autre.
Étymologie: ἕτερος, ῥέπω.
Russian (Dvoretsky)
ἑτερορρεπής: склоняющий весы то на одну, то на другую сторону, т. е. уравновешивающий (Ζεύς Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερορρεπής: -ές, ῥέπων ἐξ ἴσου πρὸς τοῦτο ἢ ἐκεῖνο τὸ μέρος, ἀμερόληπτος, δίκαιος, Ζεὺς ἑτερορρεπής, νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῖς. ὅσια δ’ ἐννόμοις Αἰσχύλ. Ἱκ. 403. ΙΙ. = ἑτερόρροπος, ἐπὶ ἀσθενῶν εὑρισκομένων ἐν τῇ κρίσει τῆς νόσου, Ἱππ. 399. 55· οὕτως ἑτ. ζήτημα Ἑρμογ. - Ἐπίρρ. -πῶς, Πολυδ. Δ΄, 172. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἑτερορρεπὲς· ἐπὶ τὸ ἕτερον ῥέπον καὶ βαροῦν».
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ἑτερορρεπής, -ές)
αυτός που ρέπει, κλίνει προς το ένα μέρος, ο ετεροκλινής
αρχ.
1. αυτός που κλίνει εξίσου προς το ένα ή το άλλο μέρος, ο αμερόληπτος, ο δίκαιος («Ζεὺς ἑτερορρεπής, νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῖς ὅσια δ' ἐννόμοις», Αισχύλ.)
2. (για ασθενείς) αυτός που διέρχεται την κρίση της νόσου
3. μονομερής, μεροληπτικός.
επίρρ...
ἑτερορρεπῶς (ΑΜ)
με κλίση προς το ένα μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -ρεπής (< ρέπω), πρβλ. αρρεπής, επιρρεπής].
German (Pape)
ές, = ἑτερόρροπος, Ζεὺς ἑτ., Aesch. Suppl. 398, der bald auf die eine, bald auf die andere Seite die Wagschale neigt, jedem das Seine gibt, νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῖς, ὅσια δὲ εὐνόμοις; Hippocr. und Sp., wie Hermog. stat. 1 p. 7.
• Adv., Poll. 8.13.