κομπέω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);" to "$1 $2, $3, $4;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> faire du bruit, résonner, retentir;<br /><b>2</b> parler avec emphase : κ. μῦθον SOPH <i>ou</i> ὑψηλά SOPH prononcer des paroles orgueilleuses ; κ. γάμους ESCHL parler avec orgueil d'un mariage ; <i>avec une</i> prop. inf. vanter ce fait que EUR ; <i>Pass.</i> être vanté.<br />'''Étymologie:''' [[κόμπος]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> [[faire du bruit]], [[résonner]], [[retentir]];<br /><b>2</b> parler avec emphase : κ. μῦθον SOPH <i>ou</i> ὑψηλά SOPH prononcer des paroles orgueilleuses ; κ. γάμους ESCHL parler avec orgueil d'un mariage ; <i>avec une</i> prop. inf. vanter ce fait que EUR ; <i>Pass.</i> être vanté.<br />'''Étymologie:''' [[κόμπος]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 20:14, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομπέω Medium diacritics: κομπέω Low diacritics: κομπέω Capitals: ΚΟΜΠΕΩ
Transliteration A: kompéō Transliteration B: kompeō Transliteration C: kompeo Beta Code: *kompe/w

English (LSJ)

(κόμπος) A ring, clash, κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινός Il.12.151. 2 c. acc., κομπέω χύτραν = ring a pot to see if it be sound, D.L.6.30 (restored from Eust.896.61 for σκοποῦμεν), cf. 2.78. II metaph., boast, brag, τί κομπέω παρὰ καιρόν; Pi.P.10.4; κ. ἄλλως Hdt.5.41; ὡς σὺ κομπεῖς E.Or.571: c. acc. cogn., κομπέω μῦθον = speak a boastful speech, S.Aj.770; ὑψήλ' ἐκόμπεις ib. 1230. 2 c. acc., boast of, κ. γάμους A.Pr.947:—Pass., ὁπλῖται, ὅσοιπερ κομποῦνται are boasted of, Th.6.17, cf. Phld.Rh.2.33 S. 3 c. acc. et inf., boast that... E.El.815; κ. ὅπωςboast how... S.OC 1149.—Like κομπάζω, rare in Prose.

German (Pape)

[Seite 1479] tönen, lärmen, schallen; von an einander geschlagenen ehernen Körpern, κόμπει χαλκός, das Erz ertönte, Il. 12, 151; auch von irdenen Gefäßen, Eust. – Gew. übertr., hochfahrende Reden ertönen lassen, großprahlen, aufschneiden; κομπεῖς τι παρὰ καιρόν Pind. P. 10, 4; Her. 5, 41; c. accus., οὕστινας κομπεῖς γάμους Aesch. Prom. 949; τοσόνδ' ἐκόμπει μῦθον Soph. Ai. 770, öfter; Eur. Or. 563. Auch im pass., Thuc. 6, 17 οὐδ' ὁπλῖται οὔτ' ἐκείνοις ὅσοιπερ κομποῦνται, διεφάνησαν, so viel man prahlerisch behauptet.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 faire du bruit, résonner, retentir;
2 parler avec emphase : κ. μῦθον SOPH ou ὑψηλά SOPH prononcer des paroles orgueilleuses ; κ. γάμους ESCHL parler avec orgueil d'un mariage ; avec une prop. inf. vanter ce fait que EUR ; Pass. être vanté.
Étymologie: κόμπος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κομπέω [κόμπος] kletteren:. ὣς τῶν κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι zo kletterde het brons rond hun borst Il. 12.151. pochen, opscheppen, met acc. v. h. inw. obj.:; τοσόνδ’ ἐκόμπει μῦθον zo’n opschepperig verhaal hield hij Soph. Ai. 770; οὕστινας κομπεῖς γάμους αὐδᾶν uit te spreken over welk huwelijk jij opschept Aeschl. PV 947; met inf.:; ἓν τῶν καλῶν κομποῦσι... εἶναι τόδε zij beweren vol trots dat dit een van de mooie dingen is Eur. El. 815; ook med.

Russian (Dvoretsky)

κομπέω:
1 звучать, звенеть, гудеть (κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσιν Hom.);
2 извлекать звук, стучать, ударять: χύτραν ὠνούμενοι κομποῦμεν Diog. L. покупая горшок, мы постукиваем (по нему);
3 хвастаться, высокомерно утверждать (ὡς σὺ κομπεῖς Eur.): τοσόνδε κ. μῦθον Soph. столь кичливо говорить; ὑψηλὰ κ. Soph. безмерно хвастаться; ὅσοιπερ κομποῦνται Thuc. (у сицилийцев нет стольких гоплитов), сколько хвастливо утверждается.

English (Autenrieth)

clash, Il. 12.151†.

English (Slater)

κομπέω vaunt τί κομπέω παρὰ καιρόν; (P. 10.4)

Greek Monotonic

κομπέω: (κόμπος),
I. 1. κάνω κρότο, αντηχώ, συγκρούομαι, κόμπει χαλκός, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. μεταφ., όπως το κομπάζω, μιλώ μεγαλόστομα, καυχιέμαι, κομπάζω, σε Ηρόδ., Ευρ.· με σύστ. αντ., κ. μῦθον, βγάζω κομπαστικό λόγο, σε Σοφ.
2. με αιτ., καυχιέμαι για, σε Αισχύλ. — Παθ., γίνομαι αντικείμενο καυχησιολογίας, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κομπέω: (κόμπος) κροτῶ, ἀντηχῶ, κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινὸς Ἰλ. Μ. 151· ἐπὶ ἤχου κρουομένου σκεύους, κ. χύτραν, λοπάδα, κτυπῶ, ἐπικρούω πήλινον ἀγγεῖον, ὅπως ἴδω μήπως εἶναι βεβλαμμένον, Διογ. Λ. 6. 30 (κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Εὐστ. 896. 61 ἀντὶ σκοποῦμεν), πρβλ. 2. 78· ― κόμπος. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ κομπάζω, κομπορρημονῶ, ὁμιλῶ μετὰ κόμπου, μεγαληγορῶ, καυχῶμαι, Λατ. crepo, τί κομπέω παρὰ καιρόν; Πινδ. Π. 10. 4· κομπ. ἄλλως Ἡρόδ. 5. 41· ὡς σὺ κομπεῖς Εὐρ. Ὀρ. 571· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κομπ. μῦθον, ὁμιλῶ λόγον πλήρη καυχήσεως, Σοφ. Αἴ. 770· ὑψήλ’ ἐκόμπεις αὐτόθι 1230. 2) μετ’ αἰτ., καυχῶμαι ἐπί τινι, κ. γάμους Αἰσχύλ. Πρ. 947. ― Παθ., ὁπλῖται, ὅσοιπερ κομποῦνται, περὶ ὅσων ὑπάρχει καύχησις, Θουκ. 6. 17. 3) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., καυχῶμαι ὅτι..., Εὐρ. Ἠλ. 815· οὕτω, κ. ὅπως…, καυχῶμαι πῶς…, Σοφ. Ο. Κ. 1149. ― Ὡς τὸ κομπάζω, σπάνιον παρὰ πεζογράφοις.

Middle Liddell

κομπέω, κόμπος
I. to ring, clash, κόμπει χαλκός Il.
II. metaph., like κομπάζω, to speak big, boast, brag, vaunt, Hdt., Eur.; c. acc. cogn., κ. μῦθον to speak a boastful speech, Soph.
2. c. acc. to boast of, Aesch.:—Pass., to be boasted of, Thuc.