κατωφερής: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);" to "$1 , $3, $4;") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[qui pend]];<br /><b>2</b> incliné, pentu, abrupt;<br /><b>3</b> qui a tendance à tomber, lourd.<br />'''Étymologie:''' [[κάτω]], [[φέρω]]. | |btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[qui pend]];<br /><b>2</b> [[incliné]], [[pentu]], [[abrupt]];<br /><b>3</b> qui a tendance à tomber, lourd.<br />'''Étymologie:''' [[κάτω]], [[φέρω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 20:14, 28 November 2022
English (LSJ)
ές, A = κάτω φερόμενος, hanging down, κεφαλή X.Cyn.5.30 (v.l. καταφερής); steep, κατάβασις Plb.3.54.5; κ. θέσις sloping posture, Sor.2.60; descending, χελώνη Orib.49.4.51; with a downward tendency, heavy, στοιχεῖα, opp. ἀνωφερής, Stoic.2.175, al., cf. Herm ap.Stob.1.49.68, Simp.in Ph.386.23; ὁρμή Eust.603.39. Adv. -ρῶς Vett. Val.153.4; gloss on κατωκάρα, Sch.Ar.Pax152. II metaph., prone to vice, lewd, v.l. for καταφερής in Apollod.Ath. ap. Ath.7.281f, cf. Vett. Val.18.3, EM 451.2; κ. εἰς τὰ ἀφροδίσια Hsch. s.v. Σαλαβακχώ.
German (Pape)
[Seite 1407] ές, = καταφερής, oft als v.l. dafür; sicher erst bei Sp., wie Schol. Ar. Ran. 127; vgl. Lob. zu Phryn. 439.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui pend;
2 incliné, pentu, abrupt;
3 qui a tendance à tomber, lourd.
Étymologie: κάτω, φέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατωφερής -ές [κατά, φέρω] omlaag lopend:. κ. ἥλιος ondergaande zon Hdt. 2.63.1.
Russian (Dvoretsky)
κατωφερής:
1 опущенный вниз (κεφαλή Xen. - v.l. καταφερής);
2 стремительно падающий вниз (ποταμός Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κατωφερής: -ές, = κάτω φερόμενος, πρὸς τὰ κάτω κεκλιμένος, κεφαλὴ Ξεν. Κυν. 5. 30 (διάφ. γραφ. καταφερής)· ἀντίθ. τῷ ἀνωφερής, Πολύβ. 3. 54, 5. ΙΙ. μεταφ., ἔχων διάθεσιν πρὸς τὸ κακόν, αἰσχρός, ἀχρεῖος, Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 281F, Ἡσύχ.- Ἐπίρρ. -ρῶς, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 152.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ κατωφερής, -ές)
κατηφορικός («κατωφερές μέρος»)
μσν.-αρχ.
βαρύς
αρχ.
1. αυτός που κλίνει προς τα κάτω («κεφαλή κατωφερής», Ξεν.)
2. αυτός που έχει ροπή προς τις ηδονές, λάγνος.
επίρρ...
κατωφερώς (ΑΜ κατωφερῶς)
με κλίση προς τα κάτω, κατηφορικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -φερής (< φέρω), πρβλ. ανωφερής, παρεμφερής].
Greek Monotonic
κατωφερής: -ές, = κάτω φερόμενος, αυτός που έχει κλίση προς τα κάτω, σε Ξεν.
Middle Liddell
κατω-φερής, ές = κάτω φερόμενος]
sunken, Xen.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό κατά + φέρομαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα φέρω.