ὤρα: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3 $4") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὤρα:''' эп.-ион. [[ὤρη]] ἡ внимание, забота Thuc.: ὤ. ὀλίγη πέλεται νεικέων τ᾽ ἀγορέων τε Hes. не до тяжб и речей; ὤραν τινὰ ἔχειν или νέμειν τινός Soph. заботиться (беспокоиться) о ком(чем)-л.; μηδεμίαν ὤρην ἔχειν или ποιεῖσθαί τινος Her. не обращать никакого внимания на что-л. | |elrutext='''ὤρα:''' эп.-ион. [[ὤρη]] ἡ [[внимание]], [[забота]] Thuc.: ὤ. ὀλίγη πέλεται νεικέων τ᾽ ἀγορέων τε Hes. не до тяжб и речей; ὤραν τινὰ ἔχειν или νέμειν τινός Soph. заботиться (беспокоиться) о ком(чем)-л.; μηδεμίαν ὤρην ἔχειν или ποιεῖσθαί τινος Her. не обращать никакого внимания на что-л. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:20, 11 May 2023
English (LSJ)
(A), Ion. ὤρη, ἡ: (v. sub fin.):—care, concern, mostly c. gen. and usually joined with some word expressing or implying negation, ὤρη γάρ τ' ὀλίγη πέλεται νεικέων little heed is there for strifes, Hes.Op.30; ἀνδρὸς ἀλωμένου οὐδεμἴ ὤρη Tyrt.10.11; μηδεμίαν ὤρην ἔχειν ἁρπασθεισέων [γυναικῶν] Hdt.1.4, cf. 3.155, Alciphr. 1.27; ὤρην ἐποιήσαντο οὐδεμίαν Hdt.9.8, cf. Herod.4.43; ἤδη γὰρ ἔσχες ἐλπίδ' ἑς ἐμοῦ θεοὺς ὤραν τιν' ἕξειν; S.OC386; ἔχω δέ τοι οὐδ' ὅσον ὤραν χείματος Theoc.9.20; περὶ τῶν . . πλευρῶν οὐδεμίαν ὤ. ἔχεις Pl.Com.2; ὑπὲρ τούτων οὐδ' ὀλίγην ἔθεντο ὤ. Ael.NA1.59; τὰ θεῖα ἐν μηδεμιᾷ ὤ. τίθεσθαι Id.Fr.106; without a neg., εἰ πατρὸς νέμοι τιν' ὤραν S.Tr.57; εἰ δεῖ τῆς τῶν Αἰγυπτίων σοφίας . . ὤραν τίθεσθαι Ael.NA 12.7. Poet. word, used in Ion. and late Prose. (Hence ὀλιγωρία, cf. Hes.Op.l.c.: prob. fr. Ϝώρα, 'watching', cf. βῶροι (i. e. ϝῶροι) · ὀφθαλμοί, Hsch., and ὁράω; cf. οὖρος(B).)
German (Pape)
[Seite 1413] ἡ, ion. ὤρη, Sorge. Vorsorge, Fürsorge, Aufsicht, Beachtung, Berücksichtigung, c. gen., zuerst Hes. O 30, ὤραν τινὸς ἔχειν, ποιεῖσθαι, Her. 1, 4. 9, 8, Soph. O. C. 368 u. sp. D., wie Theocr. 9, 20; οὐδεμίη ὤρη ἔσται ἀπολλυμένης Her. 3, 155.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
soin, souci, sollicitude : ὤραν τινὸς ἔχειν HDT, ποιεῖσθαι HDT avoir, prendre soin de qqn ou de qch.
Étymologie: cf. οὖρος.
Russian (Dvoretsky)
ὤρα: эп.-ион. ὤρη ἡ внимание, забота Thuc.: ὤ. ὀλίγη πέλεται νεικέων τ᾽ ἀγορέων τε Hes. не до тяжб и речей; ὤραν τινὰ ἔχειν или νέμειν τινός Soph. заботиться (беспокоиться) о ком(чем)-л.; μηδεμίαν ὤρην ἔχειν или ποιεῖσθαί τινος Her. не обращать никакого внимания на что-л.
Greek (Liddell-Scott)
ὤρα: Ἰων. ὤρη, ἡ, (ἴδε ἐν λ. οὖρος Β) - φροντίς, μέριμνα, προσοχή, πρόνοια, «ἐνδιαφέρον], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει μετὰ γενικῆς καὶ συνήθως συνάπτεται μετὰ λέξεως περιεχούσης ἢ ὑπονοούσης ἄρνησιν, ὤρη γάρτ’ ὀλίγη πέλεται νεικέων, ὀλίγη ὑπάρχει φροντὶς περὶ φιλονεικιῶν, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 30· ἀνδρὸςς ἀλωμένου οὐδεμί’ ὤρη Τυρταῖος 7. 11· μηδεμίαν ὤρην ἔχειν ἁρπασθεισῶν γυναικῶν Ἡρόδ. 1. 4, πρβλ. 3. 155· οὕτως, ὤρην ἐποιήσαντο οὐδεμίαν ὁ αὐτ. 9. 8· ἥδη γὰρ ἔσχες ἐλπίδ’ ὡς ἐμοῦ θεοὺς ὤραν τιν’ ἕξειν; Σοφ. Οἰδ. Κολ. 386· ἔχω δὲ τοι οὐ τόσον ὥραν χείματος Θεόκρ. 9. 20· περὶ τῶν.. πλευρῶν οὐδεμίαν ὥραν ἔχεις Πλάτων Κωμ. παρὰ Σουΐδ.· ἀλλὰ τούτων γε οὐδ’ ὀλίγην ἔθεντο ὥραν Αἰλ. περὶ Ζῴων 1. 59· τὰ θεῖα ἐν μηδεμιᾷ ὥρᾳ τίθεσθαι ὁ αὐτ. παρὰ Σουΐδ.· - ἄνευ ἀρνήσεως, εἰ πατρὸς νέμοι τιν’ ὤραν Σοφ. Τρ. 57. - Λέξ. ποιητική, ἐν χρήσει παρ’ Ἴωσι καὶ μεταγεν. πεζολόγοις· - ἐν τῷ χωρίῳ τοῦ Ἠσιόδ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἐκφέρεται καὶ ὠρή.
Greek Monotonic
ὤρα: Ιων. ὤρη, ἡ (συγγενές προς το οὖρος Β), φροντίδα, προσοχή, μέριμνα, πρόνοια, ενδιαφέρον για άνθρωπο ή πράγμα· με γεν., σε Ησίοδ., Σοφ.· μηδεμίαν ὤρην ἔχειν γυναικῶν, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ὤρα, Ionic ὤρη, ἡ, akin to οὖρος2]
care, concern, heed, regard for a person or thing, c. gen., Hes., Soph.; μηδεμίαν ὤρην ἔχειν γυναικῶν Hdt.
Frisk Etymology German
ὤρα: {ṓra}
Forms: ion. ὤρη
Grammar: f.
Meaning: Sorge, Vorsorge, Besorgnis (ep. ion. poet. seit Hes., sp. Prosa).
Composita : Als Hinterglied in οὐδενόσωρος der niemandem Sorge schafft, nichtswürdig, verächtlich, Beiw. von τείχεα (Θ 178), von ὀστέον (Opp. H. 2, 478), vgl. Bechtel Lex. s.v., Schwyzer 452; ὀλίγωρος wenig Vorsorge tragend, gleichgültig, rücksichtslos mit -ωρέω, -ωρία (ion. att.); anders dagegen θεωρός, τιμωρός, εὐθυωρία, s.dd.
Etymology : Aus *ϝώρα mit Dehnstufe wie λώπη, λώγη u.a. zum Verb für ‘aufmerksam sein, auf etwas achten’; s. ὁράω m. Weiterem. Dazu βῶροι (= ϝ-)· ὀφθαλμοί H.
Page 2,1151
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
ἡ καί ἰων. ὤρη (=φροντίδα, προσοχή). Ἀπό ρίζα ϝορ τοῦ ὁράω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.