Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αὐτόχρημα: Difference between revisions

From LSJ
Menander, fragment 761
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, ")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />justement, exactement.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[χρῆμα]].
|btext=<i>adv.</i><br />justement, exactement.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[χρῆμα]].
}}
{{pape
|ptext=adv., <i>in der Tat, [[leibhaftig]]</i>, Ar. <i>Eq</i>. 78; <i>ganz und gar</i>, ὡς [[αὐτόχρημα]] αἱ μυῖαι, ganz wie die [[Fliegen]], Ael. <i>H.A</i>. 2.44; vgl. 14.10; Sp.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 33: Line 36:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[πράγματι]], [[ἀκριβῶς]]). Σύνθετο ἀπό τό αὐτός + [[χρῆμα]].
|mantxt=(=[[πράγματι]], [[ἀκριβῶς]]). Σύνθετο ἀπό τό αὐτός + [[χρῆμα]].
}}
{{pape
|ptext=adv., <i>in der Tat, [[leibhaftig]]</i>, Ar. <i>Eq</i>. 78; <i>ganz und gar</i>, ὡς [[αὐτόχρημα]] αἱ μυῖαι, ganz wie die [[Fliegen]], Ael. <i>H.A</i>. 2.44; vgl. 14.10; Sp.
}}
}}

Revision as of 12:30, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόχρημα Medium diacritics: αὐτόχρημα Low diacritics: αυτόχρημα Capitals: ΑΥΤΟΧΡΗΜΑ
Transliteration A: autóchrēma Transliteration B: autochrēma Transliteration C: aftochrima Beta Code: au)to/xrhma

English (LSJ)

Adv. A in very deed, Ar.Eq.78, Luc.Dem.Enc.13, Procop.Gaz.Ep.58, Iamb.Myst.5.20; dub. in S.Ichn.38. 2 just, exactly, Ael.NA2.44, Aristid.2.228 J. II straightway, Jul.Or.6.181b.

Spanish (DGE)

adv.
1 de hecho, en realidad τοσόνδε δ' αὐτοῦ βῆμα διαβεβηκότος ὁ πρωκτός ἐστιν αὐ. ἐν Χάοσιν Ar.Eq.78, cf. Et.Gen.1424
en el momento, al punto φλεγμαινούσαις νέων ὁρμαῖς αὐ. Luc.Dem.Enc.13, cf. Iambl.Myst.5.20, Iul.Or.9.181b, Σπαρτιάτης αὐ. γεγένημαι Procop.Gaz.Ep.101, ὡς αὐ. βασιλέα ἀτιμάσας Anast.Ant.Fr.M.89.1405A.
2 justamente, exactamente λυποῦσι ... δηκτικαὶ προσπίτπουσαι, ὡς αὐ. ἐπὶ τῆς γῆς αἱ μυῖαι Ael.NA 2.44, εἰ δέ τις ἀχθεσθήσεται τούτοις ὑπὲρ Πλάτωνος, αὐ. τἀναντία οἷς βούλεται ποιήσει Aristid.Or.3.366
absolutamente θανάτου κρείττων ἐστὶν ὁ τοῦ θεοῦ λόγος, μᾶλλον δὲ αὐ. ζωή Cyr.Al.Apol.Thdt.12.92.
3 de por sí ὁ σοφοῦν ἑτέρους δυνάμενος ... οὐκ αὐ. ἐστιν ἡ σοφία, ἀλλὰ τῆς ἐνούσης ἐν αὐτῷ σοφίας διάκονος Cyr.Al.M.73.125B
verdaderamente ὁ δὲ αὐ. Μακκαβαῖος Synes.Ep.5 (p.16).

French (Bailly abrégé)

adv.
justement, exactement.
Étymologie: αὐτός, χρῆμα.

German (Pape)

adv., in der Tat, leibhaftig, Ar. Eq. 78; ganz und gar, ὡς αὐτόχρημα αἱ μυῖαι, ganz wie die Fliegen, Ael. H.A. 2.44; vgl. 14.10; Sp.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόχρημα: adv.
1 действительно, в самом деле Arph.;
2 в точности Luc.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόχρημα: ἐπίρρ., «αὐτὸ τὸ πρᾶγμα» (Ἡσύχ.), τῇ ἀληθείᾳ, πράγματι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 78. ΙΙ. ἀκριβῶς, ἀπαραλλάκτως, Αἰλ. π. Ζ. 2. 44, Λουκ. Δημ. Ἐγκ. 13.

Greek Monolingual

(AM αὐτόχρημα) επίρρ.
πραγματικά
αρχ.-μσν.
1. εξολοκλήρου, απολύτως
2. αμέσως
3. ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + χρήμα «κάθε τι που συμβαίνει, πράγμα, γεγονός» (πρβλ. επίρρ. παραχρήμα «ευθύς, αμέσως» από τη φράση «παρά το χρήμα»)].

Greek Monotonic

αὐτόχρημα: επίρρ.,
I. αληθινά και πραγματικά, σε Αριστοφ.
II. ακριβώς, ομοίως και απαραλλάκτως, σε Λουκ.

Middle Liddell


I. in very deed, really and truly, Ar.
II. just, exactly, Luc.

Mantoulidis Etymological

(=πράγματι, ἀκριβῶς). Σύνθετο ἀπό τό αὐτός + χρῆμα.