κλαυθμός: Difference between revisions

From LSJ

ὅθεν λοιπὸν ἐπιτευκτικῶς καὶ ἐν τούτῳ ὁ µακάριος πράξας, ἔµεινεν ἀγαλλόµενος τῷ πνεύµατι· καὶ δοξάζων τὸν θεὸν ἐπὶ τῇ µεγαλειότητι αὐτοῦ, ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ ἀπελάσας καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύµατα τὰ ἐκεῖσε ἐπὶ λύµῃ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρἰας → Thus, then, the blessed one achieved his aim here, too, and continuing to rejoice in the Spirit, and glorifying God for his greatness, he expelled from this place the impure spirits that lurked there so as to obstruct the salvation of human beings

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />lamentation, gémissement.<br />'''Étymologie:''' [[κλαίω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[lamentation]], [[gémissement]].<br />'''Étymologie:''' [[κλαίω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 18:25, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλαυθμός Medium diacritics: κλαυθμός Low diacritics: κλαυθμός Capitals: ΚΛΑΥΘΜΟΣ
Transliteration A: klauthmós Transliteration B: klauthmos Transliteration C: klafthmos Beta Code: klauqmo/s

English (LSJ)

ὁ, = κλαυθμονή (weeping, wailing), Il. 24.717, Od. 4.212, 801, 17.8, A. Ag. 1554 (pl., lyr.), Hdt. 1.111, 3.14, etc. ; κλαυθμοὶ παίδων Arist. Pol. 1336a35, cf. LXX Ge. 45.2, al., Ev. Matt. 8.12, Plu. Rom. 19 ; κ. μετὰ δακρύων DS. 32.6.

German (Pape)

[Seite 1446] ὁ, das Weinen, Wehklagen; Il. 24, 717; Od. öfters; παύεσθον κλαυθμοῖο γόοιό τε Od. 21, 228; καὶ στοναχή Od. 22, 501; καταθάψωμεν οὐχ ὑπὸ κλαυθμῶν Aesch. Ag. 1533; auch in Prosa, παίδων Arist. polit. 7, 17; Plut. Pericl. 36.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
lamentation, gémissement.
Étymologie: κλαίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλαυθμός -οῦ, ὁ [κλαίω] weeklacht.

Russian (Dvoretsky)

κλαυθμός:плач, рыдание (κ. καὶ στοναχή Hom.; κλαυθμοὶ παίδων Arst.): ὁ κ. καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων NT плач и скрежет зубовный.

English (Strong)

from κλαίω; lamentation: wailing, weeping, X wept.

English (Thayer)

κλαυθμοῦ, ὁ (κλαίω); from Homer down; the Sept. for בְּכִי; weeping, lamentation: Acts 20:37.

Greek Monolingual

ο (AM κλαυθμός, Μ και κλαθμός, κλαυμός, κλαημός, κλιαμός)
κλάμα, κλάψιμο, θρήνος («κλαυθμὸς ἅμα διὰ πάντων ἐχώρει καὶ πολὺς οἶκτος ἦν», Πλούτ.)
νεοελλ.
(συν. στη φρ.) «κλαυθμός και οδυρμός» — γοερός θρήνος για μεγάλη συμφορά
νεοελλ.-μσν.
έντονο παράπονο
μσν.
1. θλιβερός σκοπός
2. θλίψη
3. δάκρυα χαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλαυ- του κλαίω (πρβλ. αόρ. -κλαυ-σ-α) + επίθημα -θμός (πρβλ. κινηθμός, μυκηθμός)].

Greek Monotonic

κλαυθμός: ὁ (κλαίω), θρήνος, οιμωγή, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κλαυθμός: ὁ, (κλαίω) κλαῦμα, θρῆνος, Ἰλ. Ω. 717, Ὀδ. Δ. 212, 801., Ρ. 8, κτλ.· οὕτω παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 1554· καὶ παρ’ Ἀττ. πεζογράφοις, κλαυθμοὶ παίδων Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 6· κλ. μετὰ δακρύων Διόδ. 32. 6.

Middle Liddell

κλαυθμός, οῦ, κλαίω
a weeping, Hom., Hdt., Aesch.

Chinese

原文音譯:klauqmÒj 克老特摩士
詞類次數:名詞(9)
原文字根:慟哭(著) 相當於: (בְּכִי‎)
字義溯源:哀哭,哭,喊叫,號咷;源自(κλαίω)*=鳴咽)。參讀 (κλαίω)同源字
出現次數:總共(8);太(6);路(1);徒(1)
譯字彙編
1) 哀哭(7) 太8:12; 太13:42; 太13:50; 太22:13; 太24:51; 太25:30; 路13:28;
2) 哭(1) 徒20:37

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό κλαίω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.