ἀλύπητος: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - ")<b class="num">1</b> " to ")<br><b class="num">1</b> ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀλύπητος:''' (ῡ)<b class="num">1</b> [[не знающий горя]], [[беспечальный]] ([[βίος]] Soph.);<br /><b class="num">2</b> [[освобождающий от печалей]] (γῆς [[βάθρον]] Soph. - [[varia lectio|v.l.]] [[ἀλάμπετος]]).
|elrutext='''ἀλύπητος:''' (ῡ)<br><b class="num">1</b> [[не знающий горя]], [[беспечальный]] ([[βίος]] Soph.);<br /><b class="num">2</b> [[освобождающий от печалей]] (γῆς [[βάθρον]] Soph. - [[varia lectio|v.l.]] [[ἀλάμπετος]]).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 22:58, 10 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλῡπητος Medium diacritics: ἀλύπητος Low diacritics: αλύπητος Capitals: ΑΛΥΠΗΤΟΣ
Transliteration A: alýpētos Transliteration B: alypētos Transliteration C: alypitos Beta Code: a)lu/phtos

English (LSJ)

ον,
A not pained or not grieved, S.Tr. 168.
II Act., not causing pain, S.OC1662 (but v. sub ἀλάμπετος): so Adv. ἀλυπήτως Pl.Lg.958e.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῡ-]
I 1libre de penas, sin tristeza, βίος S.Tr.168, αἰών 2Ep.Clem.19.4, cf. Theopomp.Hist.399.
2 no dañino, inofensivo c. dat. ἀλύπητοι δόμοις E.Fr.1.9 Bond.
II adv. ἀλυπήτως = sin dolor, sin pena τὰ τῶν τετελευτηκότων σώματα ... ἀ. τοῖς ζῶσι ... κρύπτειν Pl.Lg.958e, Clem.Al.Strom.7.12.70.

German (Pape)

[Seite 110] ungekränkt, nichtbetrübt, βίος Soph. Trach. 167; γῆς βάθρον O. C. 1658, mit der v.l. ἀλάμπετος, wird act. erkl., nicht betrübend, schmerzlos, wie es Hippocr. braucht; ebenso adv., Plat. Legg. XII, 958 e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 exempt de chagrin;
2 qui ne cause pas de chagrin.
Étymologie: , λυπέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀλύπητος: (ῡ)
1 не знающий горя, беспечальный (βίος Soph.);
2 освобождающий от печалей (γῆς βάθρον Soph. - v.l. ἀλάμπετος).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλύπητος: -ον, ὁ μὴ λυπούμενος ἢ θλιβόμενος, Σοφ. Τρ. 168. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ προξενῶν πόνον ἢ λύπην, Σοφ. Ο. Κ. 1662 (ἀλλ’ ἴδε ἐν λ. ἀλάμπετος): οὕτω καὶ ὡς ἐπίρρ. -τως, Πλάτ. Νόμ. 958Ε.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλύπητος, -ον)
αυτός που δεν λυπάται ή δεν λυπήθηκε, ο άλυπος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν αισθάνεται λύπη για τους άλλους, ανελέητος, άσπλαχνος, άπονος, σκληρός
2. αυτός που δεν αξίζει να τον λυπηθεί, να τον σπλαχνιστεί κανείς
3. αφειδής, άφθονος
4. επίρρ. αλύπητα
α) χωρίς λύπη, ανελέητα, σκληρά
β) αφειδώς, άφθονα
αρχ.
1. αυτός που δεν προξενεί λύπη, ο μη λυπηρός
2. επίρρ. αλυπήτως
δίχως πρόκληση λύπης ή πόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λυπώ.
ΠΑΡ. αλυπησιά].

Greek Monotonic

ἀλύπητος: -ον (λῡπέω),
I. αυτός που δεν λυπάται ή δεν θλίβεται, σε Σοφ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν προκαλεί πόνο, στον ίδ.

Middle Liddell

[λῡπέω]
I. not pained or grieved, Soph.
II. act. not causing pain, Soph.

English (Woodhouse)

painless

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)