θηλυγενής: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />de femme, féminin.<br />'''Étymologie:''' [[θῆλυς]], [[γίγνομαι]].
|btext=ής, ές :<br />[[de femme]], [[féminin]].<br />'''Étymologie:''' [[θῆλυς]], [[γίγνομαι]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:05, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλῠγενής Medium diacritics: θηλυγενής Low diacritics: θηλυγενής Capitals: ΘΗΛΥΓΕΝΗΣ
Transliteration A: thēlygenḗs Transliteration B: thēlygenēs Transliteration C: thilygenis Beta Code: qhlugenh/s

English (LSJ)

ές, of female sex, womanish, στόλος A.Supp.28, cf. E. Ba.1156; ὄχλος ib.117: Comp., Pl.Lg.802e. Adv. -νῶς Eust.10.27.

German (Pape)

[Seite 1207] ές, weibliches Geschlechts, weiblich; στόλος, Weiberschaar, Aesch. Suppl. 28, wie ὄχλος Eur. Bacch. 117; auch Plat. Legg. VII, 802 e.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de femme, féminin.
Étymologie: θῆλυς, γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

θηλῠγενής:
1 женский, женственный (τὸ πρὸς τὸ κόσμιον μᾶλλον ἀποκλῖνον θηλυγενέστερόν, sc. ἐστιν Plat.);
2 состоящий из женщин (στόλος Aesch.; ὄχλος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

θηλυγενής: -ές, θῆλυς τὸ γένος, ἐκ θηλέων συνιστάμενος, γυναικεῖος, θηλυγενῆ στόλον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 29· ὄχλος Εὐρ. Βάκχ. 117· πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 802E. ― Ἐπίρρ. θηλυγενῶς, Εὐστ. 10. 27.

Greek Monolingual

θηλυγενής, -ές (Α)
αυτός που απαρτίζεται από γυναίκες (α. «θηλυγενής στόλος», Αισχύλ. β. «θηλυγενής όχλος», Εύρ.)
επίρρ...
θηλυγενῶς (Μ)
επίρρ. κατά τρόπο θηλυγενή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θήλυ- + -γενής (< γένος< γίγνομαι), πρβλ. αγενής, ευγενής].

Greek Monotonic

θηλυγενής: -ές (γίγνομαι), θηλυκός στο γένος, γυναικείος, σε Ευρ.

Middle Liddell

θηλυ-γενής, ές γίγνομαι
of female sex, womanish, Eur.