ἀέλιος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἀέλιος]], [[ἅλιος]] (ᾶε-, αε-, ᾶ-. ἀελίου, ἀελίου, ἀελίοιο, ἁλίῳ, [[ἅλιον]], ἀέλιον. v. Forssman, 6ff.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[sun]] μηκέτ ἀελίου σκόπει [[ἄλλο]] θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν [[ἄστρον]]. (O. 1.5) ὀξείαις αὐγαῖς ἀελίου (v. 1. ἁλίου.) (O. 3.24) “[[σθένος]] ἀελίου χρύσεον λεύσσομεν” (P. 4.144) αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ [[γυῖον]] [[ἐμπεσεῖν]] (N. 7.73) ἀκτὶς ἀελίου, τί πολύσκοπε [[μήσεαι]], ὦ μᾶτερ ὀμμάτων, [[ἄστρον]] ὑπέρτατον; (Pae. 9.1) ἔλαμψαν δ' ἀελίου [[δέμας]] ὅπω[ς (Pae. 12.14) τοῖσι μὲν λάμπει μὲν [[μένος]] ἀελίου τὰν [[ἐνθάδε]] νύκτα [[κάτω]] Θρ. 7. 1.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[sunshine]] ἴσαις δὲ νύκτεσσιν [[αἰεί]], ἴσαις δ' ἁμέραις [[ἅλιον]] ἔχοντες ''[[sc.]]'' those [[who]] [[live]] in the islands of the [[blessed]]. (O. 2.62) εἰ δ' [[ἔτι]] ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο (N. 4.13) ἐς τὸν [[ὕπερθεν]] [[ἅλιον]] κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς [[πάλιν]] i. e. to the [[upper]] [[world]] fr. 133. 2.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> [[day]] [[Πυθοῖ]] τ' [[ἔχει]] σταδίου τιμὰν διαύλου θἁλίῳἀμφἑνὶ ([[varia lectio|v.l.]] τ' ἀλίῳ.) (O. 13.37) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b> frag. ]ἀέλιον δ[ ?fr. 344. 5.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>e</b> pro pers., Helios, the [[Sun]] [[god]] τὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν, Ῥόδον (O. 7.14) ἀπεόντος δ' [[οὔτις]] ἔνδειξεν [[λάχος]] Ἀελίου (O. 7.58) Ἀελίου θαυμαστὸς υἱὸς (sc. Aietes.) (P. 4.241) μᾶτερ Ἀελίου πολυώνυμε Θεία (Ἁλίου coni. Morel.: cf. Hes. Theog. 371.) (I. 5.1) [[fig]]. ἁμέραν παῖδ ἀελίου ([[varia lectio|v.l.]] ἁλίου Π.) (O. 2.32) [[test]]. Σ. Theocr. 2. 10. Πίνδαρός φησιν ἐν τοῖς κεχωρισμένοις [[τῶν]] Παρθενείων [[ὅτι]] [[τῶν]] ἐραστῶν οἱ μὲν [[ἄνδρες]] εὔχονται λτ;παργτ;εῖναι Ἥλιον, αἱ δὲ γυναῖκες Σελήνην fr. 104.
|sltr=[[ἀέλιος]], [[ἅλιος]] (ᾶε-, αε-, ᾶ-. ἀελίου, ἀελίου, ἀελίοιο, ἁλίῳ, [[ἅλιον]], ἀέλιον. v. Forssman, 6ff.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[sun]] μηκέτ ἀελίου σκόπει [[ἄλλο]] θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν [[ἄστρον]]. (O. 1.5) ὀξείαις αὐγαῖς ἀελίου (v. 1. ἁλίου.) (O. 3.24) “[[σθένος]] ἀελίου χρύσεον λεύσσομεν” (P. 4.144) αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ [[γυῖον]] [[ἐμπεσεῖν]] (N. 7.73) ἀκτὶς ἀελίου, τί πολύσκοπε [[μήσεαι]], ὦ μᾶτερ ὀμμάτων, [[ἄστρον]] ὑπέρτατον; (Pae. 9.1) ἔλαμψαν δ' ἀελίου [[δέμας]] ὅπω[ς (Pae. 12.14) τοῖσι μὲν λάμπει μὲν [[μένος]] ἀελίου τὰν [[ἐνθάδε]] νύκτα [[κάτω]] Θρ. 7. 1.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[sunshine]] ἴσαις δὲ νύκτεσσιν [[αἰεί]], ἴσαις δ' ἁμέραις [[ἅλιον]] ἔχοντες ''[[sc.]]'' those [[who]] [[live]] in the islands of the [[blessed]]. (O. 2.62) εἰ δ' [[ἔτι]] ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο (N. 4.13) ἐς τὸν [[ὕπερθεν]] [[ἅλιον]] κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς [[πάλιν]] i. e. to the [[upper]] [[world]] fr. 133. 2.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> [[day]] [[Πυθοῖ]] τ' [[ἔχει]] σταδίου τιμὰν διαύλου θἁλίῳἀμφἑνὶ ([[varia lectio|v.l.]] τ' ἀλίῳ.) (O. 13.37) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b> frag. ]ἀέλιον δ[ ?fr. 344. 5.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>e</b> pro pers., Helios, the [[Sun]] [[god]] τὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν, Ῥόδον (O. 7.14) ἀπεόντος δ' [[οὔτις]] ἔνδειξεν [[λάχος]] Ἀελίου (O. 7.58) Ἀελίου θαυμαστὸς υἱὸς (''[[sc.]]'' Aietes.) (P. 4.241) μᾶτερ Ἀελίου πολυώνυμε Θεία (Ἁλίου coni. Morel.: cf. Hes. Theog. 371.) (I. 5.1) [[fig]]. ἁμέραν παῖδ ἀελίου ([[varia lectio|v.l.]] ἁλίου Π.) (O. 2.32) [[test]]. Σ. Theocr. 2. 10. Πίνδαρός φησιν ἐν τοῖς κεχωρισμένοις [[τῶν]] Παρθενείων [[ὅτι]] [[τῶν]] ἐραστῶν οἱ μὲν [[ἄνδρες]] εὔχονται λτ;παργτ;εῖναι Ἥλιον, αἱ δὲ γυναῖκες Σελήνην fr. 104.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀέλιος:''' ὁ, Δωρ. αντί [[ἠέλιος]], [[ἥλιος]] (<i>ᾱ</i>, [[αλλά]] θεωρείται βραχύχρονο σε Σοφ., Ευρ.).
|lsmtext='''ἀέλιος:''' ὁ, Δωρ. αντί [[ἠέλιος]], [[ἥλιος]] (<i>ᾱ</i>, [[αλλά]] θεωρείται βραχύχρονο σε Σοφ., Ευρ.).
}}
}}

Revision as of 11:35, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾱ̓έλῐος Medium diacritics: ἀέλιος Low diacritics: αέλιος Capitals: ΑΕΛΙΟΣ
Transliteration A: aélios Transliteration B: aelios Transliteration C: aelios Beta Code: a)e/lios

English (LSJ)

ὁ, Dor. for ἠέλιος, ἥλιος [ᾱ, but ᾰ S.Tr.835.]

Spanish (DGE)

v. ἥλιος.

German (Pape)

[Seite 41] dor. für ἥλιος, ἠέλιος, das α ist kurz gebraucht Soph. Tr. 832; Eur. Med. 1251, wenn das Wort nicht hier mit Böckh dreisylbig zu nehmen.

Russian (Dvoretsky)

ἀέλιος: (ᾱ и ᾰ) ὁ дор. = ἥλιος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀέλιος: ὁ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἠέλιος, ἥλιος [ᾱ, ἀλλὰ θεωρεῖται βραχ. ἐν Σοφ. Τρ. 835, Εὐρ. Μήδ. 1252, Ἴων 122].

English (Slater)

ἀέλιος, ἅλιος (ᾶε-, αε-, ᾶ-. ἀελίου, ἀελίου, ἀελίοιο, ἁλίῳ, ἅλιον, ἀέλιον. v. Forssman, 6ff.)
   a sun μηκέτ ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον. (O. 1.5) ὀξείαις αὐγαῖς ἀελίου (v. 1. ἁλίου.) (O. 3.24) “σθένος ἀελίου χρύσεον λεύσσομεν” (P. 4.144) αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν (N. 7.73) ἀκτὶς ἀελίου, τί πολύσκοπε μήσεαι, ὦ μᾶτερ ὀμμάτων, ἄστρον ὑπέρτατον; (Pae. 9.1) ἔλαμψαν δ' ἀελίου δέμας ὅπω[ς (Pae. 12.14) τοῖσι μὲν λάμπει μὲν μένος ἀελίου τὰν ἐνθάδε νύκτα κάτω Θρ. 7. 1.
   b sunshine ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί, ἴσαις δ' ἁμέραις ἅλιον ἔχοντες sc. those who live in the islands of the blessed. (O. 2.62) εἰ δ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο (N. 4.13) ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν i. e. to the upper world fr. 133. 2.
   c day Πυθοῖ τ' ἔχει σταδίου τιμὰν διαύλου θἁλίῳἀμφἑνὶ (v.l. τ' ἀλίῳ.) (O. 13.37)
   d frag. ]ἀέλιον δ[ ?fr. 344. 5.
   e pro pers., Helios, the Sun god τὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν, Ῥόδον (O. 7.14) ἀπεόντος δ' οὔτις ἔνδειξεν λάχος Ἀελίου (O. 7.58) Ἀελίου θαυμαστὸς υἱὸς (sc. Aietes.) (P. 4.241) μᾶτερ Ἀελίου πολυώνυμε Θεία (Ἁλίου coni. Morel.: cf. Hes. Theog. 371.) (I. 5.1) fig. ἁμέραν παῖδ ἀελίου (v.l. ἁλίου Π.) (O. 2.32) test. Σ. Theocr. 2. 10. Πίνδαρός φησιν ἐν τοῖς κεχωρισμένοις τῶν Παρθενείων ὅτι τῶν ἐραστῶν οἱ μὲν ἄνδρες εὔχονται λτ;παργτ;εῖναι Ἥλιον, αἱ δὲ γυναῖκες Σελήνην fr. 104.

Greek Monotonic

ἀέλιος: ὁ, Δωρ. αντί ἠέλιος, ἥλιος (, αλλά θεωρείται βραχύχρονο σε Σοφ., Ευρ.).