συνοδίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[συνοδίτης]] [[φθόγγος]]»<br /><b>γλωσσ.</b> [[φθόγγος]] που χρησιμοποιείται με σκοπό την [[ευφωνία]] και τον περιορισμό της χασμωδίας μέσω της ανάπτυξης, όπως λ.χ. στις λέξεις τραγούδιjα = τραγούδγια, καλοκαίριjα = καλοκαίργια, κορίτσιjα = κορίτσχια<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συνοδοιπόρος]], [[συνταξιδιώτης]]<br /><b>2.</b> ο [[συνοδικός]], αυτός που αποδέχεται τις αποφάσεις της Συνόδου της Χαλκηδόνος<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που ανήκει σε [[μοναστήρι]] [[αλλά]] δεν διαμένει σ' αυτό («[[κληρικός]] ἢ μοναχὸς ἢ καλούμενος Συνοδίτης», Κωδ. Ιουστιν.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέλος]] συνόδου, [[μέλος]] συνέλευσης<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συνοδός]] («[[βλαπτικός]] [[συνοδίτης]] ἡ [[ἀπορία]]», Προκ. Γαζ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] λίθου που, όπως πιστευόταν, έχει [[σχέση]] με τη σύνοδο Ηλίου και Σελήνης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Καίσαρος [[συνοδίτης]]» — [[κόμης]] <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύνοδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[συνοδίτης]] [[φθόγγος]]»<br /><b>γλωσσ.</b> [[φθόγγος]] που χρησιμοποιείται με σκοπό την [[ευφωνία]] και τον περιορισμό της χασμωδίας μέσω της ανάπτυξης, όπως λ.χ. στις λέξεις τραγούδιjα = τραγούδγια, καλοκαίριjα = καλοκαίργια, κορίτσιjα = κορίτσχια<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συνοδοιπόρος]], [[συνταξιδιώτης]]<br /><b>2.</b> ο [[συνοδικός]], αυτός που αποδέχεται τις αποφάσεις της Συνόδου της Χαλκηδόνος<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που ανήκει σε [[μοναστήρι]] [[αλλά]] δεν διαμένει σ' αυτό («[[κληρικός]] ἢ μοναχὸς ἢ καλούμενος Συνοδίτης», Κωδ. Ιουστιν.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέλος]] συνόδου, [[μέλος]] συνέλευσης<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συνοδός]] («[[βλαπτικός]] [[συνοδίτης]] ἡ [[ἀπορία]]», Προκ. Γαζ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] λίθου που, όπως πιστευόταν, έχει [[σχέση]] με τη σύνοδο Ηλίου και Σελήνης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Καίσαρος [[συνοδίτης]]» — [[κόμης]] <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύνοδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[πολίτης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:15, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοδῑ́της Medium diacritics: συνοδίτης Low diacritics: συνοδίτης Capitals: ΣΥΝΟΔΙΤΗΣ
Transliteration A: synodítēs Transliteration B: synoditēs Transliteration C: synoditis Beta Code: sunodi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, A member of a σύνοδος (B) 1, IG22.1348.19, 14.2000 (Rome, ii A.D.), Sammelb.4549.10 (iii A.D.). II = Latin Comes, καίσαρος συνοδίτης BGU1137.9 (i B.C.). III relating to the σύνοδος (B. 11.2) of sun and moon, λίθοι Dam.Isid.233. (Freq. written συνοδείτης.)

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 compagnon de route;
2 qui concerne la rencontre du soleil et de la lune.
Étymologie: σύν, ὁδίτης.

German (Pape)

[ῑ], ὁ, Mitwanderer, Reisegefährte, Sp.

Russian (Dvoretsky)

συνοδίτης: ου (ῑ) ὁ спутник или попутчик Anth.

Greek (Liddell-Scott)

συνοδίτης: [ῑ], -ου, ὁ, μέλος συνόδου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 252. 2) παρὰ τοῖς Ἐκκλ., συνοδῖται, οἱ, α) οὕτως ἐκαλοῦντο οἱ ἀνήκοντες εἴς τι μοναστήριον διαφέροντες τῶν μοναχῶν. β) οἱ ἀποδεχόμενοι ὡς ἔγκυρον τὴν ἐν Χαλκηδόνι Σύνοδον καλούμενοι καὶ συνοδικοί. ΙΙ. συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης, συνοδῖτα Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 2264r. ΙΙΙ. ὁ ἔχων σχέσιν πρὸς τὴν σύνοδον (ΙΙ. 3) τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης, Δαμάσκ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 349. 27.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
φρ. «συνοδίτης φθόγγος»
γλωσσ. φθόγγος που χρησιμοποιείται με σκοπό την ευφωνία και τον περιορισμό της χασμωδίας μέσω της ανάπτυξης, όπως λ.χ. στις λέξεις τραγούδιjα = τραγούδγια, καλοκαίριjα = καλοκαίργια, κορίτσιjα = κορίτσχια
νεοελλ.-μσν.
1. συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης
2. ο συνοδικός, αυτός που αποδέχεται τις αποφάσεις της Συνόδου της Χαλκηδόνος
μσν.
αυτός που ανήκει σε μοναστήρι αλλά δεν διαμένει σ' αυτό («κληρικός ἢ μοναχὸς ἢ καλούμενος Συνοδίτης», Κωδ. Ιουστιν.)
μσν.-αρχ.
1. μέλος συνόδου, μέλος συνέλευσης
2. μτφ. συνοδόςβλαπτικός συνοδίτηςἀπορία», Προκ. Γαζ.
αρχ.
1. ονομασία λίθου που, όπως πιστευόταν, έχει σχέση με τη σύνοδο Ηλίου και Σελήνης
2. φρ. «Καίσαρος συνοδίτης» — κόμης επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνοδος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολίτης)].

Greek Monotonic

συνοδίτης: [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που είναι μέλος συνόδου (σύνοδος), είναι δηλ. μέλος ενός ομίλου, μιας συντροφιάς, συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης, σε Ανθ.

Middle Liddell

συν-οδῑ́της, ου, ὁ,
the member of a σύνοδος, Anth.