παρακαταβαίνω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parakatavaino | |Transliteration C=parakatavaino | ||
|Beta Code=parakatabai/nw | |Beta Code=parakatabai/nw | ||
|Definition=fut. | |Definition=fut. -βήσομαι,<br><span class="bld">A</span> [[dismount]], of mounted infantry, Plb.3.65.9; ἀπὸ τῶν ἵππων Id.3.115.3, etc.<br><span class="bld">2</span> [[disembark]] from a ship, D.S.3.40.<br><span class="bld">II</span> of a roof, [[project at the side]], Ath.Mech.13.6. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
fut. -βήσομαι,
A dismount, of mounted infantry, Plb.3.65.9; ἀπὸ τῶν ἵππων Id.3.115.3, etc.
2 disembark from a ship, D.S.3.40.
II of a roof, project at the side, Ath.Mech.13.6.
French (Bailly abrégé)
descendre (de cheval, d'un navire) pendant qu'une chose se fait.
Étymologie: παρά, καταβαίνω.
German (Pape)
(βαίνω), daneben, während einer Handlung herabsteigen; ἀπὸ τῶν ἵππων, Pol. 3.115.3, vgl. 65.9; vom Schiff, DS. 3.40; andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
παρακαταβαίνω:
1 (при этом), сходить, слезать, (ἀπὸ τῶν ἵππων Polyb.);
2 сходить с коней (для боя в пешем строю), спешиваться Polyb.;
3 высаживаться на берег Diod.
Greek (Liddell-Scott)
παρακαταβαίνω: μέλλ. -βήσομαι, καταβαίνω πλησίον, ἐπὶ ἱππέων καταβαινόντων ἀπὸ τοῦ ἵππου ὅπως πολεμήσωσι πεζῇ, ἀφιππεύω, Πολύβ. 3. 65, 9· ὡσαύτως, ἀπὸ τῶν ἵππων ὁ αὐτ. 3. 115, 3· ἢ ἁπλῶς καταβαίνω, Ἀθήν. Μηχ. 4.
Greek Monolingual
Α
1. (για ιππείς) κατεβαίνω από το άλογο για να πολεμήσω πεζός, αφιππεύω, ξεκαβαλικεύω
2. αποβιβάζομαι από πλοίο
3. προεξέχω στα πλάγια («πήχεις δύο παρακαταβαίνων ἐπὶ τὴν στέγην», Αθήν.).
Greek Monotonic
παρακαταβαίνω: μέλ. -βήσομαι, κατεβαίνω από την διπλανή μεριά, λέγεται για ιππείς που κατεβαίνουν από τα άλογα για να πολεμήσουν πεζοί, σε Πολύβ.
Middle Liddell
fut. -βήσομαι
to dismount beside, of horsemen who dismount to fight on foot, Polyb.