παρακαταβαίνω
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
fut. -βήσομαι,
A dismount, of mounted infantry, Plb.3.65.9; ἀπὸ τῶν ἵππων Id.3.115.3, etc.
2 disembark from a ship, D.S.3.40.
II of a roof, project at the side, Ath.Mech.13.6.
French (Bailly abrégé)
descendre (de cheval, d'un navire) pendant qu'une chose se fait.
Étymologie: παρά, καταβαίνω.
German (Pape)
(βαίνω), daneben, während einer Handlung herabsteigen; ἀπὸ τῶν ἵππων, Pol. 3.115.3, vgl. 65.9; vom Schiff, DS. 3.40; andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
παρακαταβαίνω:
1 (при этом), сходить, слезать, (ἀπὸ τῶν ἵππων Polyb.);
2 сходить с коней (для боя в пешем строю), спешиваться Polyb.;
3 высаживаться на берег Diod.
Greek (Liddell-Scott)
παρακαταβαίνω: μέλλ. -βήσομαι, καταβαίνω πλησίον, ἐπὶ ἱππέων καταβαινόντων ἀπὸ τοῦ ἵππου ὅπως πολεμήσωσι πεζῇ, ἀφιππεύω, Πολύβ. 3. 65, 9· ὡσαύτως, ἀπὸ τῶν ἵππων ὁ αὐτ. 3. 115, 3· ἢ ἁπλῶς καταβαίνω, Ἀθήν. Μηχ. 4.
Greek Monolingual
Α
1. (για ιππείς) κατεβαίνω από το άλογο για να πολεμήσω πεζός, αφιππεύω, ξεκαβαλικεύω
2. αποβιβάζομαι από πλοίο
3. προεξέχω στα πλάγια («πήχεις δύο παρακαταβαίνων ἐπὶ τὴν στέγην», Αθήν.).
Greek Monotonic
παρακαταβαίνω: μέλ. -βήσομαι, κατεβαίνω από την διπλανή μεριά, λέγεται για ιππείς που κατεβαίνουν από τα άλογα για να πολεμήσουν πεζοί, σε Πολύβ.
Middle Liddell
fut. -βήσομαι
to dismount beside, of horsemen who dismount to fight on foot, Polyb.