ὑψίλοφος: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypsilofos | |Transliteration C=ypsilofos | ||
|Beta Code=u(yi/lofos | |Beta Code=u(yi/lofos | ||
|Definition= | |Definition=ὑψίλοφον, [[high-crested]], Αἴτνα Pi.''O.''13.111; θυρίδες ''AP''5.152 (Asclep.); [[varia lectio|v.l.]] in Ar.''Ra.''818 (hex.) for <b class="b3">ἱππολόφων</b>; in Hp.''Ep.''16 the best codd. have [[ὑψηλόλοφος]] ([[varia lectio|v.l.]] [[ὑψήλοφος]]). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑψίλοφον, high-crested, Αἴτνα Pi.O.13.111; θυρίδες AP5.152 (Asclep.); v.l. in Ar.Ra.818 (hex.) for ἱππολόφων; in Hp.Ep.16 the best codd. have ὑψηλόλοφος (v.l. ὑψήλοφος).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 au sommet élevé (Etna) ; élevé (porte);
2 qui croît sur les hauteurs;
3 au panache ou au cimier élevé.
Étymologie: ὕψι, λόφος.
German (Pape)
mit hohem Gipfel od. Wipfel; Αἴτνα Pind. Ol. 13.111; θυρίδες Ascplds. 15 (V.153); – übertragen, ὑψίλοφοι λόγοι, hochtrabende, hochfahrende Reden, Ar. Ran. 818.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίλοφος:
1 высоковершинный (Αἴτνα Pind.);
2 высокий (θυρίδες Anth. - v.l. ὑψόροφος);
3 высокопарный (λόγοι Arph. - v.l. к ἱππόλοφος).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίλοφος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὸν λόφον, Αἴτνα Πινδ. Ο. 13. 159· θυρίδες Ἀνθ. Παλ. 5. 153· οὕτως ἀναγινώσκεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 818 ἀντὶ ἱππολόφων· τὸ παρ’ Ἱππ. 1278. 38, ὑψήλοφος φαίνεται ὅτι εἶναι πλημμελές.
English (Slater)
ὑψῐλοφος, -ον with high crest ὑπ' Αἴτνας ὑψιλόφου (O. 13.111)
Greek Monolingual
και ὑψήλοφος και ὑψόλοφος, -ον, Α
1. υψικόρυφος
2. (γενικά) υψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + λόφος.
Greek Monotonic
ὑψίλοφος: -ον, αυτός που έχει υψηλό λόφο, σε Πίνδ.