ἄγευστος: Difference between revisions
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=agefstos | |Transliteration C=agefstos | ||
|Beta Code=a)/geustos | |Beta Code=a)/geustos | ||
|Definition= | |Definition=ἄγευστον, ([[γεύομαι]]) Act.,<br><span class="bld">A</span> not tasting or having [[taste]]d, πλακοῦντος Pl.Com.113; ἰχθύων Luc.''Sat.''28: metaph., <b class="b3">οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών</b> S ''Ant.''583; <b class="b3">ἐλευθερίας ἄγευστος</b> [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 576a; τῶν τερπνῶν [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''2.1.23; τοῦ καλοῦ [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1179b15; τῶν ἀγαθῶν Phld.''Ir.''p.60 W.; <b class="b3">προβλήματα ἀμφιβολίας καὶ ζητήσεως ἄγευστα</b> Alex.Aphr.''Pr.Praef.'':—abs., [[without]] [[eating]], <b class="b3">ἄποτοι καὶ ἄγευστοι</b> Luc.''Tim.''18.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[tasteless]], Arist.''de An.''422a30.<br><span class="bld">2</span> [[untasted]], Plu.2.731d, Porph.''Abst.''2.27. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:17, 25 August 2023
English (LSJ)
ἄγευστον, (γεύομαι) Act.,
A not tasting or having tasted, πλακοῦντος Pl.Com.113; ἰχθύων Luc.Sat.28: metaph., οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών S Ant.583; ἐλευθερίας ἄγευστος Pl.R. 576a; τῶν τερπνῶν X.Mem.2.1.23; τοῦ καλοῦ Arist.EN1179b15; τῶν ἀγαθῶν Phld.Ir.p.60 W.; προβλήματα ἀμφιβολίας καὶ ζητήσεως ἄγευστα Alex.Aphr.Pr.Praef.:—abs., without eating, ἄποτοι καὶ ἄγευστοι Luc.Tim.18.
II Pass., tasteless, Arist.de An.422a30.
2 untasted, Plu.2.731d, Porph.Abst.2.27.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no ha sido comido o probado anteriormente τροφαί Plu.2.731d, cf. Porph.Abst.2.27.
2 insípido op. γευστός Arist.de An.422a30.
3 que no prueba bocado Pl.Com.121, ἄποτοι καὶ ἄ. Luc.Tim.18, ὑμεῖς δὲ ἰχθύων ... ἄγευστοι καὶ ἄσιτοι Luc.Sat.28
•fig. que no ha gustado, que no ha probado, inexperto, desconocedor c. gen. οἷσι κακῶν ἄ. αἰών S.Ant.582, ἐλευθερίας ἄ. Pl.R.576a, τῶν τερπνῶν Prodic.B 2.23, τοῦ καλοῦ Arist.EN 1179b15, τῶν ἀγαθῶν Phld.Ir.28.37, ψευδολογίας M.Ant.9.2, προβλήματα ἄγευστα ἀμφιβολίας καὶ ζητήσεως Alex.Aphr.Pr.praef., ἄ. τυγχάνουσι τῶν ἐν αὐτοῖς ἡδονῶν Hero Def.110.18, cf. Procl.in Euc.28.21.
German (Pape)
[Seite 13] 1) der nicht gekostet, nicht erfahren hat, λέκτρων Aesch. frg. 219; αἰὼν ἄγ. κακῶν Soph. Ant. 579 ch; τερπνῶν ἄγ. Xen. Mem. 2, 1, 23; ἐλευθερίας καὶ φιλίας Plat. Rep. IX, 504 b; παῤῥησίας Plut. ed. lib. 17; so auch Luc. Nigr. 15; aber mit ἄποτοι, im eigtl. Sinne, Tim. 18, vom Tantalus. – 2) pass. nicht gekostet, Arist. de an. 2, 10; nicht gegessen, ζώων ἀγεύστων πρότερον ἥψαντο Plut. Arat. 17; τροφή Symp. 8, 9, 2; neben ἄβρωτος πρότερον ib. (p. 387).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. dont on n'a pas goûté, dont on ne goûte pas;
II. 1 qui n'a pas goûté ou ne goûte pas de, gén.;
2 qui n'a goûté de rien, à jeun.
Étymologie: ἀ, γεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἄγευστος -ον γεύω
1. die niet proeft of geproefd heeft, met gen.; overdr.: ἐλευθερίας δὲ καὶ φιλίας ἀληθοῦς τυραννικὴ φύσις αἰεὶ ἄγευστος de aard van de tiran proeft nooit vrijheid en ware vriendschap Plat. Resp. 576a; εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών gelukkig degenen voor wie het leven geen kwaad proeft Soph. Ant. 582.
2. die niet eet, zonder eten:. ὥσπερ ὁ Τάνταλος ἄποτοι καὶ ἄγευστοι zoals Tantalus, zonder drinken of eten Luc. 25.18.
Russian (Dvoretsky)
ἄγευστος:
1 не попробовавший, не отведавший, не испытавший (τινος Aesch., Plat., Arst., Plut.): ἰχθύων ἄγευστος Luc. (даже) не пробовавший рыб; οἷσι κακῶν ἄ. αἰών Soph. (те), которые никогда в жизни не изведали несчастий;
2 ничего не евший (ἄποτος καἰ ἄ. Luc.);
3 лишенный вкусовых свойств, безвкусный (τὸ γευστὸυ καὶ ἄγευστον Arst.);
4 не попробованный, не отведанный (τροφή Plut.): πειρᾶσθαι τῶν ἀγεύστων πρότερον Plut. пробовать то, что прежде в пищу не употреблялось.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγευστος: -ον, (γεύομαι) ἐνεργ., ὁ μὴ γευόμενος, ὁ ἄνευ γεύσεως πράγματός τινος, ἀπεχόμενος, νηστεύων, πλακοῦντος, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ποιητῇ», 1, ἰσχύων, Λουκ. Κρον. 28· μεταφ., οἶσι κακῶν ἄγευστος αἰών, Σοφ. Ἀντ. 583, ἐλευθερίας ἄγ., Πλάτ. Πολ. 576Α, τῶν τερπνῶν, Ξεν. Ἀπομ. 2. 1. 23, τοῦ καλοῦ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 10 (9), 4: - ἀπολ., ἀνάριστος, νηστικός, ἄποτοι και ἄγ., Λουκ. Τίμ. 18. ΙΙ. παθ., ὁ ἄνευ γεύσεως, ὁ μὴ ὢν γευστός, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 10. 3. 2) ὃν δὲν ἐγεύθη τις, Πλούτ. 2. 731D, κτλ.
Greek Monotonic
ἄγευστος: -ον (γεύομαι), αυτός που δεν έχει γεύση ενός πράγματος, που νηστεύει, που απέχει από..., με γεν.· μεταφ., κακῶν ἄγευστος αἰών, σε Σοφ.· τῶν τερπνῶν ἄγευστος, σε Ξεν.
Middle Liddell
[γεύομαι]
without taste of, fasting from, c. gen.; metaph., κακῶν ἄγευστος αἰών Soph.; τῶν τερπνῶν ἄγευστος Xen.