μηνοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=minoeidis
|Transliteration C=minoeidis
|Beta Code=mhnoeidh/s
|Beta Code=mhnoeidh/s
|Definition=ές, (μείς, μήνη) [[crescent-shaped]], <span class="bibl">Hdt.1.75</span>, <span class="bibl">Th.2.76</span>, etc.; τομαί <span class="title">Arch.Pap.</span>4.271 (iii A. D.); [[τάξις]], [[φάλαγξ]], <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.2.13</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Fab.</span>16</span>; <b class="b3">μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν</b> having formed them in a [[crescent]], <span class="bibl">Hdt.8.16</span>; of the sun [[when partially eclipsed]], <span class="bibl">Th.2.28</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.3.10</span>; of the [[crescent]] moon, <span class="bibl">Gem.9.7</span>, Plu.2.157b, Vett. Val.106.31; <b class="b3">μ. γωνία</b> [[lune-like]] angle, <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Euc.</span>p.190.8</span>, al. Adv. -δῶς Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.44.23.39</span>, <span class="bibl">Philostr. <span class="title">VA</span>3.11</span>, <span class="bibl">Longus 2.25</span>.
|Definition=μηνοειδές, ([[μείς]], [[μήνη]]) [[crescent-shaped]], Hdt.1.75, Th.2.76, etc.; τομαί ''Arch.Pap.''4.271 (iii A. D.); [[τάξις]], [[φάλαγξ]], X.''An.''5.2.13, Plu.''Fab.''16; <b class="b3">μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν</b> having formed them in a [[crescent]], Hdt.8.16; of the sun [[when partially eclipsed]], Th.2.28, X.''HG''4.3.10; of the [[crescent]] moon, Gem.9.7, Plu.2.157b, Vett. Val.106.31; <b class="b3">μ. γωνία</b> [[lune-like]] angle, Procl.''in Euc.''p.190.8, al. Adv. [[μηνοειδῶς]] Antyll. ap. Orib.44.23.39, Philostr. ''VA''3.11, Longus 2.25.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηνοειδής Medium diacritics: μηνοειδής Low diacritics: μηνοειδής Capitals: ΜΗΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: mēnoeidḗs Transliteration B: mēnoeidēs Transliteration C: minoeidis Beta Code: mhnoeidh/s

English (LSJ)

μηνοειδές, (μείς, μήνη) crescent-shaped, Hdt.1.75, Th.2.76, etc.; τομαί Arch.Pap.4.271 (iii A. D.); τάξις, φάλαγξ, X.An.5.2.13, Plu.Fab.16; μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν having formed them in a crescent, Hdt.8.16; of the sun when partially eclipsed, Th.2.28, X.HG4.3.10; of the crescent moon, Gem.9.7, Plu.2.157b, Vett. Val.106.31; μ. γωνία lune-like angle, Procl.in Euc.p.190.8, al. Adv. μηνοειδῶς Antyll. ap. Orib.44.23.39, Philostr. VA3.11, Longus 2.25.

German (Pape)

[Seite 175] ές, halbmondartig, -förmig; διώρυχα βαθέην ὀρύσσειν ἄγοντα μηνοειδέα, Her. 1, 75; μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν, 8, 16, wo man τάγμα ergänzen kann, sie stellten die Schiffe halbmondförmig auf; ὁ ἥλιος γενόμενος μηνοειδής, bei der Sonnenfinsterniß, Thuc. 2, 28; vgl. Xen. Hell. 4, 3, 10 u. Plut. sept. sap. conv. 14, wo σελήνη πανσέληνος, μ., ἀμφίκυρτος die verschiedenen Mondviertel bezeichnen; τοῦ χωρίου μηνοειδοῦς ὄντος, Thuc. 7, 34; μηνοειδὲς ποιῶν τὸ κύρτωμα, von dem Heere, Pol. 3, 113, 8; σχῆμα, 115, 7; a. Sp.; βέλη, ὧν αἱ ἀκαὶ ἦσαν μηνοειδεῖς, Hdn. 1, 15, 11. – Adv., Philostr. v. Ap. 3, 11.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
en forme de demi-lune ou de croissant.
Étymologie: μήν², εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

μηνοειδής: полулунный, серпообразный, полукружный (σελήνη Xen., Plut.; τάξις Xen.; φάλαγξ, περιφέρεια Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μηνοειδής: -ές, (μήνη) ὁ ἔχων σχῆμα ἡμισελήνου, Λατ. lunatus, Ἡρόδ. 1. 75, Θουκ. 2. 76, κτλ.· τάξις, φάλαγξ Ξεν. Ἀν. 5. 2, 13, Πλουτ. Φάβ. 16· μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν, σχηματίσαντες αὐτὰς εἰς σχῆμα ἡμισελήνου, Ἡρόδ. 8. 16· ― ἐπὶ μερικῆς ἐκλείψεως τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης, Θουκ. 2. 28, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 10· ἐπὶ τῆς σελήνης ἐν τῇ ἀρχῇ αὐτῆς, Πλούτ. 2. 157Β· πρβλ. διχότομος, ἀμφίκυρτος. Ἐπίρρ. -δῶς, Φιλόστρ. 102, κλ.

Greek Monolingual

-ές (Α μηνοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα ημισελήνου, ο δρεπανοειδής («μηνοειδὲς ποιήσαντες τών νεῶν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ. α) «μηνοειδές οστό» — οστό της μεσότητας του πρώτου στοίχου τών οστών του καρπού με ημισεληνοειδές σχήμα
β) «μηνοειδείς βαλβίδες»
ανατ. οι ημισεληνοειδείς γλωχίνες τών βαλβίδων που βρίσκονται στην αρχή της αορτής και της πνευμονικής αρτηρίας και εμποδίζουν την παλινδρόμηση του αίματος στην καρδιά κατά τη διαστολή της
γ) «μηνοειδής λίμνη»
(γεωμορφ.) μικρή λίμνη που καταλαμβάνει την καμπύλη ενός αποκομμένου μαιάνδρου σε μια ποτάμια κοίτη.
επίρρ...
μηνοειδώς (Α)
με μηνοειδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + -ειδής].

Greek Monotonic

μηνοειδής: -ές (μήνη, εἶδος), αυτός που έχει σχήμα μισοφέγγαρου, Λατ. lunatus, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν, έχοντας κατασκευάσει αυτά (τα πλοία) σε σχήμα μισοφέγγαρου, σε Ηρόδ.· λέγεται για τον Ήλιο και τη Σελήνη, όταν βρίσκονται σε έκλειψη, σε Θουκ., Ξεν.

Middle Liddell

μηνο-ειδής, ές μήνη, εἶδος
crescent-shaped, Lat. lunatus, Hdt., Thuc., etc.; μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν having formed them in a crescent, Hdt.:—of the sun and moon when partially eclipsed, Thuc., Xen.

English (Woodhouse)

crescent-shaped

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=πού ἔχει σχῆμα ἡμισελήνου). Ἀπό τό μήνη + εἶδος. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη μήν.