παράστημα: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parastima | |Transliteration C=parastima | ||
|Beta Code=para/sthma | |Beta Code=para/sthma | ||
|Definition=ατος, τό, Dor. and Arc. παράστᾱμα | |Definition=-ατος, τό, Dor. and Arc. παράστᾱμα ''IG''42(1).109 ii 147, 155 (Epid., iii B. C.), 5(2).515 ''Ba'' (Megalopolis); later Gr. παράστεμα ''Ath.Mitt.''9.222 (Mesambria): ([[παρίσταμαι]]):—<br><span class="bld">A</span> [[statue placed beside another]], IG42(1).ll.cc. (pl.), ''Ath.Mitt.'' [[l.c.]]<br><span class="bld">2</span> = [[παραστάς]] 2, τοῦ προναίου ''IG''5(2).l.c.<br><span class="bld">II</span> = [[παράστασις]] II.7, <b class="b3">π. τῆς ψυχῆς</b> [[desperate courage]], [[exaltation]], D.S.17.11, D.H.''Dem.''22, J.''BJ''2.18.4, S.E. ''M.''5.66; εὐγενῆ παραστήματα λαβόντες D.S.26.14, cf. Longin.9.1, Ph.2.220; <b class="b3">θείῳ τινὶ π. κινηθεῖσα</b> divine [[inspiration]], D.H.8.39.<br><span class="bld">2</span> in plural, [[principles]], [[maxims]], M.Ant.3.11.<br><span class="bld">III</span> of [[time]], [[present moment]], Porph.''Sent.''44. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:14, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, Dor. and Arc. παράστᾱμα IG42(1).109 ii 147, 155 (Epid., iii B. C.), 5(2).515 Ba (Megalopolis); later Gr. παράστεμα Ath.Mitt.9.222 (Mesambria): (παρίσταμαι):—
A statue placed beside another, IG42(1).ll.cc. (pl.), Ath.Mitt. l.c.
2 = παραστάς 2, τοῦ προναίου IG5(2).l.c.
II = παράστασις II.7, π. τῆς ψυχῆς desperate courage, exaltation, D.S.17.11, D.H.Dem.22, J.BJ2.18.4, S.E. M.5.66; εὐγενῆ παραστήματα λαβόντες D.S.26.14, cf. Longin.9.1, Ph.2.220; θείῳ τινὶ π. κινηθεῖσα divine inspiration, D.H.8.39.
2 in plural, principles, maxims, M.Ant.3.11.
III of time, present moment, Porph.Sent.44.
German (Pape)
[Seite 500] τό, Gefaßtheit, τῷ παραστήματι τῆς ψυχῆς πλεονεκτοῦντες ἐνεκαρτέρουν τοῖς δεινοῖς, D. Sic. 17, 11; D. Hal. de adm. vi Dem. 22 u. a. Sp. – Der Antrieb, θείῳ τινὶ παραστήματι κινηθεῖσα, D. Hal. 8, 39; – Ermahnung, Lehre, M. Ant. 3, 11.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ce qu'on met sous les yeux ; précepte, conseil.
Étymologie: παρίστημι.
Russian (Dvoretsky)
παράστημα: ατος τό решимость, твердость (τῆς ψυχῆς Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
παράστημα: τό, (παρίσταμαι) ἄγαλμα ἱστάμενον πλησίον ἑτέρου, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 2053d. ΙΙ. = παράστασις ΙΙ. 2, b· π. τῆς ψυχῆς, ἑτοιμότης πνεύματος, θάρρος, Διόδ. 17. 11, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 22· εὐγενῆ π. λαβεῖν Διοδ. Ἐκλογ. 568. 87, πρβλ. Λογγῖν. 9· θείῳ τινὶ π. κινηθεῖσα, ὑπὸ θείας τινὸς ἐμπνεύσεως, Διον. Ἁλ. 8. 39. 2) ἐν τῷ πληθ., ἀρχαὶ (φιλοσοφικαὶ) ἢ ἀξιώματα, «τοῖς εἰρημένοις παραστήμασιν ἓν ἔτι προσέστω, τὸ ὅρον ἢ ὑπογραφὴν ἀεὶ ποιεῖσθαι τοῦ ὑποπίπτοντος φανταστοῦ» Μ. Ἀντωνῖν. 3. 11.
Greek Monolingual
το, ΝΑ, δωρ., βοιωτ. και αρκαδ. τ. παράσταμα και μτγν. τ. παράστεμα Α παρίσταμαι
νεοελλ.
η εξωτερική εμφάνιση του ανθρώπου, το παρουσιαστικό, η κορμοστασιά, η στάση του σώματός του, ιδίως κατά το βάδισμα
αρχ.
1. άγαλμα τοποθετημένο δίπλα σε άλλο άγαλμα
2. παραστάς, το διάστημα που περιλαμβάνεται μεταξύ τών δύο παραστάδων θύρας ή παραθύρου
3. έξαρση, έμπνευση, φρόνημα, θάρρος («θείῳ τινὶ παραστήματι κινηθεῖσα», Δίον. Αλ.)
4. στον πληθ. τὰ παραστήματα
(φιλοσ.) αρχές, γνωμικά, αξιώματα, ρητά
5. (για χρόνο) η παρούσα στιγμή.