καυχήμων: Difference between revisions
Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kafchimon | |Transliteration C=kafchimon | ||
|Beta Code=kauxh/mwn | |Beta Code=kauxh/mwn | ||
|Definition= | |Definition=καυχήμον, gen. ονος, [[boastful]], Babr.5.10, Heph. Astr.1.1. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 12:04, 25 August 2023
English (LSJ)
καυχήμον, gen. ονος, boastful, Babr.5.10, Heph. Astr.1.1.
French (Bailly abrégé)
ων, ον, gén. ονος;
vantard.
Étymologie: καυχάομαι.
Russian (Dvoretsky)
καυχήμων: 2, gen. ονος хвастливый Babr.
Greek (Liddell-Scott)
καυχήμων: -ον, ὁ καυχώμενος, πλήρης καυχήσεως, Βαβρ. 5. 10.
Greek Monolingual
καυχήμων, -ον (Α) καυχώμαι
αυτός που καυχιέται, ο γεμάτος κομπασμό και αλαζονεία.
Greek Monotonic
καυχήμων: -ον (καυχάομαι), κομπαστικός, καυχησιάρικος, σε Βάβρ.
Translations
boastful
Azerbaijani: lovğa; Bulgarian: самохвален; Catalan: vanagloriós; Chinese Mandarin: 自誇的, 自夸的; Finnish: leuhka, öykkärimäinen; French: vantard, fanfaron; Galician: fantoche, vaidoso; German: prahlerisch, stolz; Ancient Greek: ἀλαζονίας, ἀλαζονικός, ἀλαζών, αὐχαλέος, αὐχήεις, αὐχηματίας, αὐχητής, γαύρηξ, γλωσσοκηλόκομπος, Θράσων, καυχηματίας, καυχηματικός, καυχήμων, καυχητής, κομπαστής, κομπαστικός, κομπολακύθης, κομπός, κομπῶδες, κομπώδης, μεγάλαυχος, μεγαλήγορος, μεγαλόφρων, μεγαυχής, περιαυτολογικός, στόμαργος, ὑπέραυχος, ὑπερήφανος, ὑπέρφρων, ὑψαγόρας, ὑψήγορος, ὑψηλόφρων, ὑψίκομπος, φίλαυχος; Hungarian: dicsekvő, hencegő, kérkedő; Irish: mórfhoclach; Japanese: 自慢する, 自慢に満ちた; Latin: iactans; Latvian: lielīgs; Macedonian: фалбаџиски; Maori: pākiwaha; Mongolian: бардам; Plautdietsch: grootfrätich, puchsch; Portuguese: orgulhoso; Russian: хвастливый, гордый; Scottish Gaelic: bragail; Serbo-Croatian Cyrillic: хвалисав, самохвалисав; Roman: hvalisav, samohvalisav; Spanish: jactancioso, fachendoso; Swedish: skrytsam; Tagalog: hambog, mahangin, pasikat; Yakut: бардам