ὀδυνηρός: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0295.png Seite 295]] schmerzhaft; [[ἕλκος]] ὀδυναρόν, Pind. P. 2, 91; ὀδ. ὁ πλοῦτος γενήσεται Θήβαισι, Eur. Phoen. 569; [[βίος]], Hipp. 189; ὀδυνηρότερος, Ar. Plut. 526; τὰ ὀδυνηρότατα [[πάθη]] πάσχειν, Plat. Gorg. 525 c; Sp. – Adv., Luc. Lex. 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0295.png Seite 295]] [[schmerzhaft]]; [[ἕλκος]] ὀδυναρόν, Pind. P. 2, 91; ὀδ. ὁ [[πλοῦτος]] γενήσεται Θήβαισι, Eur. Phoen. 569; [[βίος]], Hipp. 189; ὀδυνηρότερος, Ar. Plut. 526; τὰ ὀδυνηρότατα [[πάθη]] πάσχειν, Plat. Gorg. 525 c; Sp. – Adv., Luc. Lex. 2.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀδῠνηρός:''' дор. [[ὀδυναρός|ὀδῠνᾱρός]] 3<br /><b class="num">1</b> [[причиняющий боль]], [[болезненный]], [[мучительный]] ([[ἕλκος]] Pind.; [[πάθος]] Plat.; [[πλῆγμα]] Arst.; [[σύγκοιτις]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[полный мучений]], [[страдальческий]], [[горестный]] ([[βίος]] Eur.; [[βίοτος]] Arph.).
|elrutext='''ὀδῠνηρός:''' дор. [[ὀδυναρός|ὀδῠνᾱρός]] 3<br /><b class="num">1</b> [[причиняющий боль]], [[болезненный]], [[мучительный]] ([[ἕλκος]] Pind.; [[πάθος]] Plat.; [[πλῆγμα]] Arst.; [[σύγκοιτις]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[полный мучений]], [[страдальческий]], [[горестный]] ([[βίος]] Eur.; [[βίοτος]] Arph.).
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[painful]], [[causing pain]], [[causing physical pain]], [[giving pain]]
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀδῠνηρός, δοριξ ὀδῠνᾱρός, ή, όν [from ὀδῠ́νη]<br /><b class="num">1.</b> [[painful]], Pind., Ar.<br /><b class="num">2.</b> [[painful]], [[distressing]], Eur., Ar.
|mdlsjtxt=ὀδῠνηρός, δοριξ ὀδῠνᾱρός, ή, όν [from ὀδῠ́νη]<br /><b class="num">1.</b> [[painful]], Pind., Ar.<br /><b class="num">2.</b> [[painful]], [[distressing]], Eur., Ar.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[painful]], [[causing pain]], [[causing physical pain]], [[giving pain]]
}}
}}

Revision as of 14:33, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδῠνηρός Medium diacritics: ὀδυνηρός Low diacritics: οδυνηρός Capitals: ΟΔΥΝΗΡΟΣ
Transliteration A: odynērós Transliteration B: odynēros Transliteration C: odyniros Beta Code: o)dunhro/s

English (LSJ)

Dor. ὀδῠνᾱρός, ὀδυνηρά, ὀδυνηρόν,
A painful, ἕλκος Pi.P.2.91, cf. Ar.Ach.231; ὀδυνηρότατα πάθη Pl.Grg.525c; ὀδυνηρότατον τραῦμα Jul.Gal.160d. Adv. ὀδυνηρῶς = painfully Arist.HA609b25 : Comp. ὀδυνηρότερον Plu.2.837a.
2 distressing, γῆρας Mimn.1.5; πᾶς . . ὀδυνηρὸς βίος ἀνθρώπων E. Hipp.189(anap.); ὀδυνηρότερος βίοτος Ar.Pl.526; ὀδυνηρὸς πλοῦτος E.Ph.566, cf. Phld.Lib p.15 O.; ὀδυνηρόν ἐστιν c. inf., Men.655.

German (Pape)

[Seite 295] schmerzhaft; ἕλκος ὀδυναρόν, Pind. P. 2, 91; ὀδ. ὁ πλοῦτος γενήσεται Θήβαισι, Eur. Phoen. 569; βίος, Hipp. 189; ὀδυνηρότερος, Ar. Plut. 526; τὰ ὀδυνηρότατα πάθη πάσχειν, Plat. Gorg. 525 c; Sp. – Adv., Luc. Lex. 2.

Russian (Dvoretsky)

ὀδῠνηρός: дор. ὀδῠνᾱρός 3
1 причиняющий боль, болезненный, мучительный (ἕλκος Pind.; πάθος Plat.; πλῆγμα Arst.; σύγκοιτις Plut.);
2 полный мучений, страдальческий, горестный (βίος Eur.; βίοτος Arph.).

English (Woodhouse)

painful, causing pain, causing physical pain, giving pain

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Greek (Liddell-Scott)

ὀδῠνηρός: Δωρ. -ᾱρός, ά, όν, ἀλγεινός, ἕλκος Πινδ. Π. 2. 169, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 231· ὀδυνηρότατα πάθη Πλάτ. Γοργ. 525C· ― Ἐπίρρ. -ρῶς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23. 2) πλήρης ὀδυνῶν, «βασανισμένος», γῆρας Μίμνερμ. 1. 5· πᾶς... ὀδυνηρὸς βίος ἀνθρώπων Εὐρ. Ἱππ. 190· ὀδυνηρότερος βίοτος Ἀριστοφ. Πλ. 526· πλοῦτος Εὐρ. Φοίν. 556· ― ὀδυνηρόν ἐστιν, μετ’ ἀπαρ., Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 111.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὀδυνηρός, -ά, -όν, Α δωρ. τ. ὀδυναρός, -ά, -όν)
αυτός που προκαλεί ή που επιφέρει οδύνη, ο επώδυνος (α. «οδυνηρός χωρισμός» β. «περισσᾱς ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρον ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ», Πίνδ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οδυνηρός
(εντομ.) γένος υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας ευμενίδες
αρχ.
ο πλήρης οδυνών, βασανισμένος («πᾶς... ὀδυνηρὸς βίος ἀνθρώπων», Ευρ.).
επίρρ...
οδυνηρώς και -ά (ΑΜ ὀδυνηρῶς)
με πόνο, με οδύνη («τίκτει φαύλως καὶ ὀδυνηρῶς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδύνη + κατάλ. -ηρός (πρβλ. οσμηρός, τολμηρός). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. odynerus < οδυνηρός].

Greek Monotonic

ὀδῠνηρός: Δωρ. -ᾱρός, -ά, -όν,
1. αυτός που προκαλεί πόνο, οδυνηρός, ληπηρός, δυσάρεστος, σε Πίνδ., Αριστοφ.
2. βασανισμένος, σε Ευρ., Αριστοφ.

Middle Liddell

ὀδῠνηρός, δοριξ ὀδῠνᾱρός, ή, όν [from ὀδῠ́νη]
1. painful, Pind., Ar.
2. painful, distressing, Eur., Ar.